Η προσπάθεια να ενταχθεί η Νέα Δημοκρατία στον κύκλο των χαμένων... κομμάτων είναι εμφανής. Ξεκίνησε με τη θεωρία περί πορείας αποσύνθεσης, που αναπτύχθηκε μετά τις ευρωεκλογές με αφορμή την πτώση των ποσοστών της κυβερνώσας παράταξης, παρότι αυτή δεν συνδυάστηκε με άνοδο των λεγόμενων κομμάτων εξουσίας, δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ. Η κατάσταση αποσύνθεσης του ΣΥΡΙΖΑ και η αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να καταγραφεί ως το κόμμα που δύναται να διεκδικήσει την εξουσία, τουλάχιστον για το ορατό μέλλον και τις επόμενες εθνικές εκλογές, επιχειρείται να μεταφερθεί και στην κυβερνώσα παράταξη μέσα από τη μεγέθυνση περιπτώσεων όπως αυτήν του –ανεξάρτητου, πλέον- βουλευτή Μάριου Σαλμά.
Το πρόβλημα σε αυτήν την προσπάθεια, σε αυτό το αφήγημα που επιχειρείται να διαμορφωθεί, είναι ένα και είναι κεντρικής σημασίας: Η Νέα Δημοκρατία είναι ένα συντεταγμένο κόμμα, με ισχυρές βάσεις, όπως αποδείχθηκε και από την περίοδο της οικονομικής κρίσης και από τη μετέπειτα πορεία του υπό την προεδρία του Κυριάκου Μητσοτάκη και τις -συντριπτικές- νίκες σε δύο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις σε εθνικές κάλπες αλλά και στις ευρωεκλογές. Ακριβώς αυτό –το περί συντεταγμένου κόμματος- είναι και το μήνυμα που στέλνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης προς όλες τις κατευθύνσεις μέσα από την απόφασή του να παραπέμψει τον Μάριο Σαλμά με το ερώτημα της διαγραφής. Και είναι αυτό το μήνυμα, διότι ο πρωθυπουργός και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας προχώρησε σε αυτήν την κίνηση εξαιτίας της στάσης του -ανεξάρτητου, πλέον- βουλευτή και των κατηγοριών που εξαπέλυσε κατά στελεχών της κυβέρνησης για θέματα που έχουν απαντηθεί στον ίδιο μέσα από την κοινοβουλευτική διαδικασία των ερωτήσεων προς τους αρμόδιους υπουργούς.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν προχώρησε τη διαδικασία διαγραφής του Μάριου Σαλμά όταν εκείνος προέβη σε προσωπικές, εις βάρος του, επιθέσεις κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Νέας Δημοκρατίας. Ενοχλήθηκε και απάντησε και ο ίδιος σε έντονο ύφος, αλλά το γεγονός πως αυτό έγινε εντός των συντεταγμένων οργάνων μέτρησε, με συνέπεια να στείλει μόνο ένα μήνυμα σχετικά με το ύφος της επίθεσης που δέχθηκε.
Μόνο που ο Μάριος Σαλμάς επανήλθε με αφορμή την ερώτηση 11 βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας για τα «κόκκινα» δάνεια. Ερώτηση που το Μέγαρο Μαξίμου αντιμετώπισε ως όφειλε, ξεκαθαρίζοντας πως αυτός είναι ο ρόλος των βουλευτών – αυτό είχε αναφέρει, εξάλλου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και στη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος. Οι περισσότεροι εκ των «γαλάζιων» βουλευτών που υπέγραψαν την ως άνω ερώτηση, είτε ικανοποιήθηκαν είτε όχι από την απάντηση του υπουργού Οικονομικών, παρέμειναν στο πλαίσιο αυτής. Ο Μάριος Σαλμάς, όμως, όχι... Τι έκανε; Βγήκε στους τηλεοπτικούς δέκτες και επανέφερε στο προσκήνιο τις κατηγορίες που είχε εξαπολύσει κατά της υπουργού Πολιτισμού για τον διαγωνισμό που αφορούσε τα κυλικεία των Μουσείων. Και αυτό, παρότι έλαβε απαντήσεις στην ερώτηση που είχε καταθέσει τον Ιούλιο κατά τη συζήτηση στην οποία ο ίδιος δεν δευτερολόγησε, όπως είχε δικαίωμα εκ του κανονισμού, δείχνοντας με τον τρόπο αυτό ότι αποδέχεται τις διευκρινίσεις.
Γιατί τα επαναλαμβάνουμε αυτά; Μα, για να αποτυπωθεί η πραγματική εικόνα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι οι βουλευτές που υπέγραψαν μαζί με τον Μάριο Σαλμά την ερώτηση για τα «κόκκινα» δάνεια κρατούν αποστάσεις από τη στάση του ανεξάρτητου πλέον βουλευτή. Μάλιστα οι ίδιοι αποσυνδέουν τη συγκεκριμένη ερώτηση από τις εξελίξεις. Δεν θα μπορούσαν άλλωστε να κάνουν διαφορετικά, δεδομένου ότι το Μέγαρο Μαξίμου ουδόλως αντέδρασε αναφορικά με την κίνηση αυτή. Αντιθέτως, χαρακτήρισε την ερώτηση, όπως και εκατοντάδες άλλες βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος, ως θεμιτή, εκ του ρόλου τους, πρακτική.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν προτίθεται να δεχθεί κινήσεις αποσύνθεσης και εσωστρέφειας αλλά ούτε και χαλάρωσης που οφείλονται εν μέρει και στην πεποίθηση ότι δεν υπάρχει πολιτικός αντίπαλος και κόμμα που ν’ απειλεί την κυβερνώσα παράταξη. Εστειλε το σχετικό μήνυμα κατ’ επανάληψη στα μέλη της κυβέρνησης. Με τη διαγραφή του Μάριου Σαλμά στέλνει μήνυμα και στο κόμμα, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι είναι στις προθέσεις του να επιβάλλει σιωπητήριο στους βουλευτές. Αντιθέτως... Ο πρωθυπουργός και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας επιδιώκει την πλήρη ενεργοποίηση των βουλευτών διότι αποτελούν τον συνδετικό κρίκο της κυβέρνησης με τους πολίτες. Είναι αποδέκτες των προβληματισμών και της όποιας δυσφορίας καταγράφεται και είναι τα πρόσωπα που μπορούν να μεταφέρουν τις θέσεις της κυβέρνησης στην κοινωνία.
Στο πλαίσιο αυτό, η συνάντηση που θα έχει στο Μέγαρο Μαξίμου με τους βουλευτές, μετά την επιστροφή του από τις ΗΠΑ, θα κινηθεί σε αυτό το μήκος κύματος. Ηδη έχει δώσει εντολές και στα μέλη της κυβέρνησης να είναι σε συνεχή επικοινωνία, κυρίως κατά τη διαμόρφωση νομοσχεδίων, με τους βουλευτές και τα στελέχη. Παράλληλα, έχει καταρτιστεί και ένα σχέδιο κοινών παρεμβάσεων κλιμακίων υπουργών και βουλευτών ανά την επικράτεια.
Σε κάθε περίπτωση, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ανοιχτός στην κριτική, την επιδιώκει κιόλας, όμως δεν προτίθεται να ανεχθεί παρεμβάσεις που βάλλουν κατά της συνοχής του κόμματος και στρέφονται με υστεροβουλία κατά υπουργών και βουλευτών. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, να ανεχθεί παρεμβάσεις που ρίχνουν νερό στον μύλο των αφηγημάτων και των προσπαθειών να μπει η κυβερνώσα παράταξη στο κάδρο της εσωστρέφειας και των εσωκομματικών εμφυλιοπολεμικών καταστάσεων που βιώνουν τα άλλα κόμματα...
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»