Η αγωνιώδης προσπάθεια της αντιπολίτευσης, αλλά και κάποιων -εκτός πολιτικής σκηνής- παραγόντων να εγείρουν θέμα εντός της Νέας Δημοκρατίας και να αναδείξουν μια δήθεν εσωκομματική αντιπολίτευση, έρχεται απλά να επιβεβαιώσει την έλλειψη μιας εναλλακτικής πρότασης ικανής να αντιπαρατεθεί στον οδικό χάρτη και το πρόγραμμα που ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει καταθέσει στους πολίτες. Η ερώτηση των έντεκα –μείον ενός μετά τη διαγραφή του Μάριου Σαλμά- βουλευτών της κυβερνώσας παράταξης επιχειρείται να παρουσιαστεί ως ένα είδος «ομαδοποίησης» και εν δυνάμει αμφισβήτησης του πρωθυπουργού και του κυβερνητικού έργου, όμως το μόνο που τελικά καταφέρνει είναι να πείσει πως οι όποιες ελπίδες να υποστεί η κυβέρνηση πιέσεις από την αντιπολίτευση έχουν πέσει στο κενό.

Από το 2019 μέχρι σήμερα έχουν κατατεθεί 6.300 ερωτήσεις από βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας προς υπουργούς της κυβέρνησης, σύμφωνα με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Παύλο Μαρινάκη, ο οποίος μιλώντας στο Action 24 τόνισε ότι ουσιαστικά έχουν ασκηθεί 9.300 μέσα κοινοβουλευτικού ελέγχου. Και μόνον το γεγονός αυτό δείχνει ότι οι βουλευτές της κυβερνώσας παράταξης επιτελούν το έργο τους, αφού, όπως επισήμανε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, «δεν είναι χειροκροτητές» και «πρέπει να κάνουν ερωτήσεις». Θα αναρωτηθεί εύλογα κάποιος γιατί επιχειρείται τώρα να ταυτιστεί η ερώτηση που υπέγραψαν έντεκα –πλην ενός πλέον- βουλευτές με μια δήθεν εσωκομματική αντιπολίτευση. Η απάντηση ενδεχομένως είναι απλή. Διότι διαπιστώνεται ότι τα κόμματα που εμφανίζονται ως κόμματα εξουσίας δεν μπορούν να ανταποκριθούν ούτε στον ρόλο που τους ανέθεσαν στις εθνικές εκλογές οι ψηφοφόροι ούτε, λόγω αδυναμίας, να ασκήσουν πίεση προς την κυβέρνηση.

Η αντιπολίτευση είναι δεδομένο ότι επιθυμεί διακαώς να εγερθεί εσωκομματικό ζήτημα στην κυβερνώσα παράταξη. Είναι ο μόνος τρόπος για να ανασάνουν έστω και λίγο ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ. Να στραφούν αλλού οι προβολείς που φωτίζουν το μπάχαλο της Κουμουνδούρου και την αδυναμία της Χαριλάου Τρικούπη να εμφανίσει ένα συνεκτικό σχέδιο για τη χώρα και το μέλλον των πολιτών. Δεν είναι η πρώτη φορά που στήνεται το συγκεκριμένο αφήγημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα επί μακρόν με πρόεδρο τον Αλέξη Τσίπρα επιδίωξε να προκαλέσει ρήγμα εντός της Νέας Δημοκρατίας και να δημιουργήσει ζήτημα συνοχής. Ακόμη και με τη Συμφωνία των Πρεσπών θέλησε να «σπάσει» στα δύο την τότε αξιωματική αντιπολίτευση χωρίς επιτυχία, όμως. Το έπραξε και στη συνέχεια, με τα ίδια αποτελέσματα. Την περίοδο του Στέφανου Κασσελάκη η όποια προσπάθεια χάθηκε μέσα στον «εμφύλιο» που ξέσπασε από την πρώτη στιγμή στην Κουμουνδούρου...

Και το ΠΑΣΟΚ κατά καιρούς εμφανίστηκε να επιχειρεί να δημιουργήσει ανάλογες εντυπώσεις. Κατέληξε, όμως, να αναζητεί και πάλι πρόεδρο, δεδομένου ότι από την πλευρά του απέτυχε να πείσει πως αποτελεί μια εναλλακτική λύση. Επί προεδρίας Νίκου Ανδρουλάκη επένδυσε στην καταστροφολογία και σε μια θυματοποίηση που απλά ήρθε να δείξει την αδυναμία ηγεσίας ικανής να αντιμετωπίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Το debate που πραγματοποιήθηκε το βράδυ της Τρίτης μπορεί να κινήθηκε σε «πολιτισμένο» πλαίσιο, εντούτοις επιβεβαίωσε πως από το ΠΑΣΟΚ λείπει η ηγετική φυσιογνωμία που θα βάλει το κόμμα της Χαριλάου Τρικούπη σε τροχιά εξουσίας. Ακόμη, όμως, κι αν στην πορεία προκύψει κάτι τέτοιο, απαιτείται χρόνος για την κατάρτιση ενός προγράμματος κοστολογημένου που θα πείσει τους πολίτες ότι αποτελεί λύση στα προβλήματα και όχι πρόβλημα που θα αναζητεί εκ νέου λύση.

Θα αναρωτηθεί κάποιος: Δεν υπάρχουν προβλήματα στη Νέα Δημοκρατία; Δεν υπάρχει γκρίνια από τους βουλευτές; Η απάντηση είναι ναι. Και γκρίνια υπάρχει και παράπονα υπάρχουν. Οπως υπήρχαν πάντα, κάθε φορά που η Νέα Δημοκρατία γινόταν κυβέρνηση. Και δεν οφείλονται μόνο στο γεγονός ότι κάποιοι βουλευτές δεν υπουργοποιούνται, ή, καλύτερα, δεν οφείλεται στις περισσότερες των περιπτώσεων. Οι βουλευτές είχαν εκφράσει στη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Νέας Δημοκρατίας παράπονα για τη στάση ορισμένων υπουργών, αλλά και για το γεγονός πως δεν είχαν ενημέρωση για νομοθετήματα που έφταναν στη Βουλή ώστε να εκφράσουν και αυτοί τις δικές τους θέσεις. Εξέφρασαν και εκφράζουν παράπονα για τη στάση γενικών γραμματέων. Η μεγάλη διαφορά είναι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης ακούει τα παράπονα και οι εντολές που έχει δώσει είναι σαφείς. Και σε υπουργούς και σε άλλα κυβερνητικά στελέχη.

Οι ενημερώσεις των βουλευτών από υπουργούς, που άρχισαν εκ νέου να πραγματοποιούνται, εντάσσονται σε αυτό το πλαίσιο. Η Νίκη Κεραμέως ενημέρωσε την Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας για τον σχεδιασμό και το νομοσχέδιο που προωθεί. Το ίδιο έπραξε και ο Αδωνις Γεωργιάδης. Αυτή η διαδικασία θα συνεχιστεί, ενώ και ο πρωθυπουργός θα έχει χαλαρή συνάντηση με τους βουλευτές του κόμματος.

Σε κάθε περίπτωση όμως, κανείς δεν μπορεί να μιλά για εσωκομματική αντιπολίτευση εντός της κυβερνώσας παράταξης. Οι γκρίνιες και τα παράπονα είναι στην... ατζέντα ενός κυβερνώντος κόμματος, χωρίς φυσικά αυτό να μειώνει τον ρόλο των βουλευτών και την ανάγκη να υπάρχει διαρκής συνεργασία, πολύ περισσότερο όταν καλούνται να σηκώσουν το μεγάλο και ειδικό βάρος του νομοθετικού έργου κόντρα σε κόμματα που το μόνο που γνωρίζουν είναι το «όχι σε όλα», η καταστροφολογία και οι θεωρίες συνωμοσίας.

* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»