Μπορεί η Κομισιόν να δηλώνει ότι «δεν επίκειται αλλαγή των ευρωπαϊκών συνθηκών» αναφορικά με το μεταναστευτικό και την εφαρμογή του Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Ασυλο, εντούτοις η κατάσταση που διαμορφώνεται στην Ευρώπη προκαλεί έντονο προβληματισμό και ανησυχία, αφού μετά τη Γερμανία και την αυστηροποίηση των ελέγχων στα χερσαία σύνορά της, στο παιχνίδι μπήκε και η Ολλανδία ζητώντας την εξαίρεσή της από την αρχή των συμφωνημένων κανόνων.

Και ναι μεν η Ολλανδή υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου Μαργιολέιν Φάμπερ, η οποία ανήκει στο κόμμα του ακροδεξιού ηγέτη του Κόμματος της Ελευθερίας (PVV) Γκερτ Βίλντερς –που άνοιξε το θέμα της εξαίρεσης– δήλωσε, μετά την αντίδραση της Κομισιόν, ότι αν δεν επιτραπεί η εξαίρεση, τότε η ολλανδική κυβέρνηση θα δώσει βάρος στην εφαρμογή του Συμφώνου, όμως σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης εκτιμάται ότι ανοίγει ο ασκός του Αιόλου για το μεταναστευτικό. Είναι αλήθεια πως οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης εμφανίζονται να διαπιστώνουν τώρα το πρόβλημα. Και μάλιστα χώρες που έχουν αντιδράσει έντονα στο θέμα της δημιουργίας του φράχτη στα σύνορα του Εβρου από την Ελλάδα παραγνωρίζοντας στο πρόσφατο παρελθόν το γεγονός ότι η χώρα μας αποτελεί σύνορο της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ενωσης και ανάχωμα σε αθρόες εισροές μεταναστών και όχι ένα είδος «αποθήκης ψυχών».

Είναι τώρα η στιγμή που στην Ευρώπη βλέπουν κατάματα το πρόβλημα, κάτι όμως που δεν δείχνει να αγγίζει άμεσα στην ελληνική πλευρά που φρόντισε να λάβει μέτρα αυστηροποιώντας τον σχεδιασμό για την αντιμετώπιση ενός φαινομένου το οποίο, λόγω των εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου –όχι μόνο της Ανατολικής–, λαμβάνει διαστάσεις δίνοντας εξάρσεις κατά τακτά χρονικά διαστήματα. Το μεταναστευτικό έρχεται να δοκιμάσει και πάλι τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ενωσης και να αναδείξει κενά και παραλείψεις στον τρόπο λήψης αποφάσεων όπως και τις διαφορές μεταξύ Βορρά και Νότου, με τον ευρωπαϊκό Νότο να δείχνει να βρίσκεται σε καλύτερη φάση έχοντας προσαρμόσει τους σχεδιασμούς του στις επικρατούσες συνθήκες. Και κάπου εδώ έρχεται να πιστωθεί στην ελληνική κυβέρνηση η λήψη μέτρων άμεσα συνδεδεμένων με την αντιμετώπιση αθρόων μεταναστευτικών ροών και τη στρατηγική με την οποία καθίσταται εφικτή η αποτροπή, χωρίς να παραβιάζονται ανθρώπινα δικαιώματα, παρά την προσπάθεια που καταβάλλει η αντιπολίτευση και ειδικά η αξιωματική αντιπολίτευση, μέσω των ευρωβουλευτών της, να πείσει περί του αντιθέτου και να διασύρει τη χώρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο τα τελευταία χρόνια.

Από την άλλη πλευρά ούτε και οι θεωρίες συνωμοσίας περί αθρόων επιστροφών μεταναστών στην Ελλάδα έχουν οποιαδήποτε βάση. Και είναι θεωρίες συνωμοσίας διότι διακινούνται από κόμματα και πολιτικούς που έχουν επενδύσει –στην κυριολεξία- σε έναν δήθεν πατριωτισμό, που φτάνει στα όρια του ρατσισμού, προκειμένου να επιβιώσουν πολιτικά. Εχουν επενδύσει όχι στον φόβο, αλλά στη δημιουργία του φόβου, κάτι που είναι ορατό διά γυμνού οφθαλμού.

«Οι μαζικές επιστροφές για τις οποίες κάποιοι μιλάνε δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα»,, δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης. «Δεν τίθεται ζήτημα μαζικών επιστροφών παράνομων μεταναστών από τη Γερμανία στην Ελλάδα», υπογράμμισε και ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου Νίκος Παναγιωτόπουλος μιλώντας στο Ertnews μετά την επιστροφή του από το Βερολίνο όπου είχε συναντήσεις με Γερμανούς αξιωματούχους και ομολόγους του από άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης αναφορικά με το μεταναστευτικό. Οπως ξεκαθάρισε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, «η Ελλάδα ζητά την εφαρμογή του πλέγματος των συμφωνιών της Ευρωπαϊκής Ενωσης για τη μετανάστευση, καθώς υπάρχουν τεχνικά και νομικά ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν. Οι γερμανικές αρχές έχουν παραδεχτεί ότι αντιμετωπίζουν τεχνικά και νομικά προβλήματα με τη διαχείριση των προσφύγων και των μεταναστών στη χώρα τους».

Η κυβέρνηση ξεκαθαρίζει πως δεν τίθεται θέμα μαζικών επιστροφών, κάτι που και ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αποσαφηνίσει σε όλους τους τόνους, ενώ ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου σημείωσε ότι το μεταναστευτικό λαμβάνει διαστάσεις και λόγω της πολιτικής πίεσης που δέχεται η γερμανική κυβέρνηση. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι η ελληνική κυβέρνηση εφησυχάζει. Λαμβάνει όλα τα μέτρα σε δύο μέτωπα. Αφενός κινείται με γνώμονα το Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου αναφορικά με τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης δηλώνοντας με σαφήνεια ότι δεν προτίθεται να δεχθεί αλλαγές –κάτι που όπως αναφέραμε παραπάνω τόνισε και η Κομισιόν– αφετέρου ενισχύει τα σύνορά της.

Η περίπτωση του φράχτη του Εβρου είναι ενδεικτική. Ο πρωθυπουργός έχει δηλώσει ότι θα επεκταθεί ακόμη και αν απαιτηθούν εθνικοί πόροι. Το επανέλαβε και ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, το επισήμανε και ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, ο οποίος στις αρχές της εβδομάδας βρέθηκε στον Εβρο, αναγγέλλοντας προσλήψεις στο πλαίσιο της ενίσχυσης της φύλαξης της ευρύτερης περιοχής. Και στο Αιγαίο όμως λαμβάνονται μέτρα για την αντιμετώπιση τυχόν πιέσεων από ενδεχόμενες αυξημένες ροές, ενώ στον σχεδιασμό εντάσσονται και ηλεκτρονικά μέσα φύλαξης και παρακολούθησης στο άμεσο μέλλον, ώστε να αντιμετωπιστεί και το νέο φαινόμενο της παράνομης μεταφοράς μεταναστών με ταχύπλοα.

Σε κάθε περίπτωση, το μεταναστευτικό παραμένει ένα μεγάλο ζήτημα για την Ευρώπη, η οποία οφείλει να κατανοήσει πως η φύλαξη των εξωτερικών συνόρων της συνιστά προτεραιότητα – και όχι οι αιφνίδιες κινήσεις που οφείλονται σε εσωτερικά πολιτικά προβλήματα όπως αυτά που ανέκυψαν στη Γερμανία.

* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»