Δύο παλικάρια, δύο πιλότοι της Πολεμικής Αεροπορίας μας, δύο συνηθισμένοι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, σαν όλους αυτούς που νυχθημερόν παλεύουν με τις φλόγες, έδωσαν τη ζωή τους για την προστασία της ζωής χιλιάδων συμπολιτών τους. Μπήκαν στη μάχη ως απλοί στρατιώτες και φεύγουν ως ήρωες που έπεσαν τιμώντας τον όρκο που έδωσαν στην πατρίδα. Είναι τραγικό ότι μάθαμε τα ονόματά τους μετά θάνατον και αυτό είναι σύνηθες για όλα αυτά τα παιδιά που έχουν ταχθεί να υπηρετούν την πατρίδα. Τους εκατοντάδες πιλότους, τους χιλιάδες πυροσβέστες και αστυνομικούς, τους στρατιώτες και τους εθελοντές που, αψηφώντας τον κίνδυνο ρίχνονται στη μάχη χωρίς να σκέφτονται ότι αδικούνται από το ενιαίο μισθολόγιο, χωρίς να νοιάζονται για τις υπερωρίες και προφανώς αδιαμαρτύρητα για τις χιλιάδες ώρες πτήσης. 

Αυτά τα παλικάρια δεν ανακηρύχθηκαν ήρωες γιατί έδωσαν τη ζωή τους για το καθήκον. Ηταν ήρωες από την ώρα που πήραν την απόφαση να γίνουν αεροπόροι και να πετάξουν με τα πυροσβεστικά αεροσκάφη παίζοντας νύχτα-μέρα τη ζωή τους κορόνα-γράμματα. Οπως ήρωες είναι όλοι οι ένστολοι στις Ενοπλες Δυνάμεις και στα Σώματα Ασφαλείας, όλοι αυτοί οι «ανώνυμοι» που έρχεται η στιγμή, η κακιά στιγμή, να μας θυμίσουν πόσο πολλά τους χρωστάμε και πόσο λίγα τους έχουμε δώσει. Ο Χρήστος Μουλάς και ο Περικλής Στεφανίδης επιβεβαίωσαν με τη θυσία τους το κοινώς λεγόμενο: οι ήρωες πεθαίνουν νέοι. Και επιπλέον απέδειξαν ότι το θάρρος είναι σιωπηλό, εν αντιθέσει με πολλούς από μας που ασκούν κριτική εκ του ασφαλούς.