Όλα ξεκίνησαν από το γεγονός ότι ο Εμανουέλ Μακρόν πίστεψε ότι θα μπορούσε να επαναλάβει τη μεγάλη πολιτική ανατροπή που πέτυχε ο Σαρλ ντε Γκολ μετά την ιστορική εξέγερση του Μάη του 1968. Τότε που ο ιστορικός ηγέτης των Γάλλων είχε καταφύγει στο Μπάντεν-Μπάντεν της Γερμανίας, φοβούμενος έφοδο των διαδηλωτών στο Προεδρικό Μέγαρο, στο Ελιζέ, καθώς μαίνονταν οι οδομαχίες της Αστυνομίας με τις εκατοντάδες χιλιάδες των διαδηλωτών στο Καρτιέ Λατέν. Η κατάσταση ήταν εκτός κάθε ελέγχου και από πουθενά δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη ότι η κυβέρνηση του Ντε Γκολ θα γλίτωνε την κατάρρευση.

Με μια αιφνιδιαστική κίνηση ο Ντε Γκολ διέλυσε την Εθνοσυνέλευση και προκήρυξε πρόωρες βουλευτικές εκλογές για τις 23 Ιουνίου 1968. Εκμεταλλευόμενος το φόβο των Γάλλων από τα συνθήματα, αλλά και την πρακτική βίας των ακραίων διαδηλωτών, όπως του Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, που απειλούσαν με χάος τη χώρα, κατόρθωσε όχι μόνο να κερδίσει τις εκλογές, αλλά και να βγει ισχυρότερο το κόμμα του!

Η ιστορία, όμως, όπως έχει πει και ο Καρλ Μαρξ, «επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά σαν τραγωδία, μετά σαν φάρσα». Νομοτελειακά, λοιπόν και για τον Μακρόν η ιστορία επαναλήφθηκε ως τραγωδία...! Και αυτό γιατί, με τις πρόωρες εκλογές που προκήρυξε (μιμούμενος τον Ντε Γκολ), το σύνθημα «εγώ ή το χάος», με το οποίο προσπάθησε να τρομάξει τους Γάλλους, όχι μόνο δεν κέρδισε την πολιτική «νομιμοποίηση» που επιζητούσε από την πρωτοφανή ήττα του στις ευρωεκλογές, αλλά καταποντίστηκε εκλογικά και βγήκε τραγικά αποδυναμωμένος.

Ετσι, πλέον, η Γαλλία μπαίνει, για τουλάχιστον έναν χρόνο, σε «αχαρτογράφητα νερά». Σύμφωνα με το γαλλικό Σύνταγμα, για διάστημα 12 μηνών δεν μπορεί να υπάρξει νέα προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία. Αρα θα πρέπει να υπάρξει μια περίοδος «συγκατοίκησης», που δεν θα είναι εύκολη και ο Καταστατικός Χάρτης της χώρας δεν έχει λύσεις για όλα όσα είναι πλέον του βέβαιου ότι θα προκύψουν.

Κατ’ αρχάς, αυτό που μπορούμε να πούμε γενικά είναι ότι με τα νέα δεδομένα που έχει δημιουργήσει το αποτέλεσμα των εκλογών, ο Γάλλος Πρόεδρος θα είναι το «αδιαμφισβήτητο αφεντικό» στα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Είναι επίσης ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων και είναι ο μόνος που μπορεί να αποφασίσει πότε και αν «θα πατήσει το κουμπί» του πυρηνικού οπλοστασίου της χώρας.

Ομως, στα θέματα εσωτερικής πολιτικής θα πρέπει να κάνει συμβιβασμούς –πολλοί από τους οποίους μάλλον θα είναι επώδυνοι γι’ αυτόν– με την κυβέρνηση που θα προκύψει, καθώς είναι πολύ πιθανόν ο νέος πρωθυπουργός και οι υπουργοί του να μην είναι της αρεσκείας του. Βέβαια, αυτός τους ορίζει τυπικά, αλλά δεν θα μπορεί να βάλει αυτούς που θα ήθελε, καθώς δεν μπορεί να συγκρουστεί «με το καλημέρα» με τη νέα πλειοψηφία της Βουλής, την οποία, πλέον, δεν ελέγχει. Αν υπάρχει διαφωνία μεταξύ του προέδρου και του πρωθυπουργού, τότε τα πράγματα θα δυσκολέψουν και η συγκατοίκηση θα είναι προβληματική. Ομως, σε κάθε περίπτωση το Σύνταγμα ορίζει σαφώς ότι ο πρωθυπουργός με την κυβέρνησή του κυβερνά και διασφαλίζει την εφαρμογή των νόμων.

Από την άλλη πλευρά, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, το Σύνταγμα δίνει το δικαίωμα στον πρόεδρο να μπορεί να θέσει έναν νόμο ή μία απόφαση σε δημοψήφισμα. Ακόμα μπορεί να αποκτά έκτακτες εξουσίες σε ενδεχόμενο σοβαρής απειλής κατά των δημοκρατικών θεσμών της χώρας ή της ασφάλειας και της ανεξαρτησίας του έθνους. Τέλος, έχει το δικαίωμα να διαλύει τη Βουλή και να προκηρύσσει εκλογές, αλλά, όπως είπαμε παραπάνω, όχι τον πρώτο χρόνο από την τελευταία προσφυγή στις κάλπες.

Η Γαλλία έχει ξαναζήσει τρεις «συγκατοικήσεις» προέδρου με πρωθυπουργούς διαφορετικού κόμματος, που αφορούσαν σοσιαλιστές και γκολικούς συντηρητικούς. Η πρώτη ήταν από το 1986 έως το 1988. Πρόεδρος ο Φρανσουά Μιτεράν, πρωθυπουργός ο Ζακ Σιράκ. Τότε ο Σιράκ, παρότι διέθετε ισχνή πλειοψηφία, έκανε δύσκολη τη ζωή του Μιτεράν και μπόρεσε να ανατρέψει πολλές από τις αλλαγές που επιβλήθηκαν από τους σοσιαλιστές προκατόχους του, συμπεριλαμβανομένων των κρατικοποιήσεων εταιρειών.

Η δεύτερη περίοδος ήταν από το 1993 έως το 1995. Πάλι ο Μιτεράν πρόεδρος με πρωθυπουργό αυτή τη φορά τον συντηρητικό Εντουάρ Μπαλαντίρ. Η περίοδος αυτή, σε αντίθεση με την περίοδο Σιράκ, χαρακτηρίζεται ως «βελούδινη συγκατοίκηση», αλλά και πάλι ο γκολικός πολιτικός επέβαλε στον σοσιαλιστή πρόεδρο συνέχιση των ιδιωτικοποιήσεων. Τελευταία «συγκατοίκηση» –και η πλέον μακροχρόνια– ήταν αυτή με πρόεδρο τον Σιράκ και πρωθυπουργό τον σοσιαλιστή Λιονέλ Ζοσπέν (από το 1997 έως το 2002). Τότε ο Ζοσπέν καθιέρωσε, παρά τις αντιδράσεις, το 35ωρο.

Είναι σαφές ότι όλες οι παραπάνω «συγκατοικήσεις» δεν θα έχουν καμία σχέση με ό,τι θα δούμε το επόμενο διάστημα στη Γαλλία. Οι γκολικοί συντηρητικοί και οι σοσιαλιστές εκείνων των χρόνων δεν έχουν καμία σχέση με το σημερινό πολιτικό προσωπικό της χώρας. Και σίγουρα οι τότε συγκρούσεις ανάμεσα σε όσους, τότε, «συγκατοικούσαν» δεν επηρέαζαν τόσο όσο θα επηρεάσουν σήμερα όχι μόνο τη Γαλλία, αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη οι επερχόμενες συγκρούσεις στη γαλλική πολιτική σκηνή, στην όποια προσπάθεια νέας «συγκατοίκησης»!