Συγγνώμη που θα σας χαλάσω τη ζαχαρένια, αλλά το να συγκρίνουμε τον Μητσοτάκη με τον Τσίπρα, αποτελεί μια από τις πιο άνισες αλλά και πιο αναπόφευκτες - τώρα που ο πρώην πρωθυπουργός επιστρέφει όπως όλα δείχνουν - συγκρίσεις προσώπων στη νεότερη πολιτική ιστορία του τόπου, καθώς είναι σα να συγκρίνουμε τον κάτοχο PhD, με το νηπιάκι που πήρε το λαντσμποξάκι του για να πάει στην κυρία να κάνουν χειροτεχνία.
Τους είδαμε και τους δύο το σαββατοκύριακο που μας πέρασε στη ΔΕΘ, τον πρωθυπουργό να αναγγέλει γενναία μέτρα φοροελαφρύνσεων - απόρροια της στιβαρούς οικονομικής πολιτικής που ασκείται με συνέπεια από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, και τον επανερχόμενο Αλέξη Τσίπρα, να κάνει come back στη δίψα του για την εξουσία.
Το κοινό άκουσε με προσοχή τον Μητσοτάκη, γιατί μίλησε με συγκεκριμένα παραδείγματα, με γλώσσα που άγγιζε τα διεθνή ακροατήρια και όχι με φθηνό εσωτερικό λαϊκισμό. Αντίθετα, ο Τσίπρας έμεινε στο περιθώριο, σαν εκείνον τον συμμαθητή που φέρνει έκθεση ιδεών χωρίς σημεία στίξης και περιμένει να τον πάρουν στα σοβαρά.
Όλα τα παραπάνω βέβαια είναι πολύ γενικά, μπροστά στις χειροπιαστές αλήθειες των capital controls του Αλέξη, σε σύγκριση με τα τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα που υπερβαίνουν ακόμα και τους στόχος του Κυριάκου Μητσοτάκη, μπροστά στη νέα ενισχυμένη αποτρεπτική δύναμη της Ελλάδας του σήμερα εν σύγκριση με την Ελάδα που δεν είχε ούτε παξιμάδι να αλλάξει στα καθηλωμένα πολεμικά της αεροσκάφη του τότε, και όχι μόνο.
Η σύγκριση δεν άφησε περιθώρια αμφιβολίας: ο ένας μιλά για ανάπτυξη, επενδύσεις και προοπτικές∙ ο άλλος απλώς επαναλαμβάνει κλισέ βγαλμένα από το ζιβάγκο του Ανδρέα. Η Ελλάδα χρειάζεται ηγεσία που δίνει λύσεις, όχι νηπιαγωγικές αφηγήσεις, και αυτό φάνηκε καθαρά στη συμπρωτεύουσα.