Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης, εδώ και δεκαετίες, αποτελεί το βήμα όπου οι εκάστοτε πρωθυπουργοί παρουσιάζουν τις πολιτικές τους για την προοπτική της χώρας. Φέτος, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχείρησε να χαράξει μια στρατηγική ελπίδας και ανάκαμψης, υπογραμμίζοντας τόσο τις προκλήσεις όσο και τα επιτεύγματα της κυβέρνησής του.
Δεν άργησε, όμως, να εμφανιστεί ο Αλέξης Τσίπρας ο οποίος, με μια σειρά από αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα, επιχείρησε να ασκήσει κριτική στον πρωθυπουργό. Μόνο που στην προσπάθειά του αυτή ξέχασε –ή μάλλον θέλησε να αποκρύψει– το δικό του κυβερνητικό παρελθόν, το οποίο είναι ακόμη νωπό στη μνήμη των πολιτών.
Ο πρώην πρωθυπουργός φαίνεται να αγνοεί το «πολιτικό ρητό» όταν έχεις λερωμένη τη φωλιά σου, δεν κάνεις κήρυγμα στους άλλους. Με αμετροέπεια και συχνά με ειρωνεία, λησμόνησε ότι επί των ημερών του η μεσαία τάξη βρέθηκε κυριολεκτικά με την πλάτη στον τοίχο, θυσιασμένη στον βωμό της υπερφορολόγησης και της ιδεοληπτικής πολιτικής που εφάρμοσε.
Για μια σειρά πολιτικών παρατηρητών η αντίδραση του Αλέξη Τσίπρα, μετά την ομιλία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, φανερώνει εκνευρισμό αλλά και πολιτική αμηχανία. Αντί να παρουσιάσει κοστολογημένες και ουσιαστικές προτάσεις, περιορίστηκε σε επιθέσεις και υπονοούμενα. Εμφανίστηκε σαν να θέλει να ξαναμπεί στο πολιτικό παιχνίδι με τον παλιό, γνώριμο τρόπο: μεγάλα λόγια, υποσχέσεις και επιθέσεις στους «άλλους».
Σε ανάρτησή του ο πρώην πρωθυπουργός επέλεξε να αναδημοσιεύσει το κομμάτι της ομιλίας του στο συνέδριο του «Economist» που αναφέρει ότι η χώρα «βρίσκεται στην 24η θέση στους 27 της ΕΕ στην αποτελεσματικότητα του Δημοσίου, στην 25η στην ταχύτητα απονομής της Δικαιοσύνης, και στην 26η σε όρους αγοραστικής δύναμης» και τα λέει ενώ ακριβώς δέκα χρόνια πριν οι τράπεζες ήταν κλειστές με ευθύνη του.
Το πρόβλημα είναι ότι οι πολίτες έχουν μνήμη. Θυμούνται πως ο ίδιος που σήμερα εγκαλεί τον Μητσοτάκη για την ακρίβεια και την οικονομική πολιτική, ήταν εκείνος που με τους φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές γονάτισε τη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας. Η μεσαία τάξη που παραδοσιακά στηρίζει την οικονομία, επί Αλέξη Τσίπρα και υπουργίας Ευκλείδη Τσακαλώτου, βίωσε τον μεγαλύτερο στραγγαλισμό της μεταπολίτευσης.
Οικονομικοί αναλυτές θύμιζαν ότι επί ΣΥΡΙΖΑ επιβλήθηκαν 29 νέοι φόροι. Ο ΕΝΦΙΑ διατηρήθηκε, παρά τις υποσχέσεις για κατάργηση. Η προκαταβολή φόρου για τις επιχειρήσεις εκτοξεύθηκε. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες πλήρωναν υπέρογκες εισφορές ανεξαρτήτως εισοδήματος, ενώ τα νοικοκυριά έβλεπαν τα εισοδήματά τους να εξανεμίζονται από τη δυσβάσταχτη φορολογική πολιτική.
Κι όμως, ο ίδιος άνθρωπος έρχεται σήμερα και μιλά για «στήριξη των αδύναμων» και «δικαιοσύνη». Είναι σαν να ρίχνει αλάτι στις πληγές εκείνων που υπέφεραν περισσότερο από τις πολιτικές του. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και δικοί του ψηφοφόροι τότε παραδέχονταν πως η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τιμώρησε τη μεσαία τάξη στο όνομα μιας δήθεν κοινωνικής δικαιοσύνης που ποτέ δεν ήρθε.
Το να απαντά ο Α. Τσίπρας στον πρωθυπουργό με αναρτήσεις και αιχμές δείχνει ότι στερείται συγκροτημένου σχεδίου. Προσπαθεί να παίξει ξανά τον ρόλο του «αντι-συστήματος», ενώ έχει ήδη κυβερνήσει επί τέσσερα χρόνια με όλα τα προνόμια και τις εξουσίες που αυτό συνεπάγεται. Η κοινωνία, ωστόσο, δεν έχει μνήμη χρυσόψαρου. Η επίθεση στον Μητσοτάκη χωρίς αυτοκριτική και παραδοχή λαθών μόνο ως πολιτική μικροψυχία μπορεί να εκληφθεί. Ο πρώην πρωθυπουργός μοιάζει να… ξύνεται στην γκλίτσα του αντιπάλου του, προκαλώντας τον σε ένα παιχνίδι που ξέρει πως δεν έχει πλεονεκτήματα. Γιατί όταν το κεντρικό αφήγημά σου είναι η καταγγελία αλλά όχι η πρόταση, είναι ζήτημα χρόνου να εκτεθείς.
Η στάση του Αλέξη Τσίπρα μετά τη ΔΕΘ καταδεικνύει και κάτι άλλο. Δείχνει πως παραμένει εγκλωβισμένος σε έναν παλαιοκομματικό τρόπο αντιπολίτευσης. Ξεχνά τι έκανε στην κυβέρνηση, και προσπαθεί με ύφος και πολιτικό επαναλανσάρισμα να «μηδενίσει το κοντέρ» και να εμφανιστεί ως ο μοναδικός υπερασπιστής του λαού.
Όμως η κοινωνία έχει μάθει.
Και όσο ο ίδιος... ξύνεται στην γκλίτσα, που λέει ο θυμόσοφος λαός, τόσο περισσότερο εκθέτει την ίδια του την αδυναμία: την έλλειψη πολιτικής αξιοπιστίας.