Το πιο παλιό ίσως αστείο της Μεταπολίτευσης είναι η σύγκλιση της Κεντροαριστεράς. Ο Ανδρέας Παπανδρέου το ξεκίνησε έχοντας ως στόχο την απορρόφηση των κομμάτων αριστερά του ΠΑΣΟΚ, χωρίς ποτέ να καταστεί εφικτή μια τέτοια… συγχώνευση. Τα τελευταία χρόνια το είδαμε να επανέρχεται. Ξανά και ξανά. Πλέον έχει φτάσει στο σημείο να αντιμετωπίζεται ως ανέκδοτο…
Η συζήτηση που έχει ανοίξει μετά το νέο στραπάτσο στις ευρωεκλογές δεν είναι καινούργια. Είναι παλιά. Επανήλθε πολλές φορές στο προσκήνιο με έναν περίεργο, είναι η αλήθεια, τρόπο. Ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε να κάνει δύο φορές κυβέρνηση συνεργαζόμενος με τον Πάνο Καμμένο. Μόνος του δεν τα κατάφερε ούτε τον Ιανουάριο του 2015 –που ερχόταν με φόρα– ούτε τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, παρά το μπόνους των 50 εδρών που ίσχυε.
Με απλά λόγια, οι πολίτες-ψηφοφόροι δεν του έδωσαν ποτέ την αυτοδυναμία, αφού δεν κέρδισε ποτέ την απόλυτη εμπιστοσύνη τους. Ο ίδιος, τη δεύτερη φορά, πήγε στη σίγουρη λύση Πάνου Καμμένου και δεν επιχείρησε καν συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ.
Εκτοτε ο Αλέξης Τσίπρας έχασε 5 ή 6 φορές –χάθηκε το μέτρημα–, παρά τις μεγαλόστομες δηλώσεις σύμφωνα με τις οποίες δεν θα έχανε «ούτε μία στο εκατομμύριο» από τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Εξαναγκάστηκε σε παραίτηση κάτω από τη βάρια ήττα που υπέστη και που οδήγησε το κόμμα του στο 17,8% απέναντι στο 41,3% του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας.
Ο Στέφανος Κασσελάκης μάς άφησε όλους «έκθαμβους», όπως δήλωνε, με το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, αφού κατάφερε να χάσει άλλες 3 περίπου μονάδες σε σχέση με το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών και γύρω στις 9 σε σχέση με το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών του 2019. Και αυτό την ώρα που οι πολίτες, μέσω της αποχής, θέλησαν να στείλουν μήνυμα στην κυβερνώσα παράταξη, προτιμώντας να μην πάνε στην κάλπη παρά να δώσουν αρνητική ψήφο, που συνήθως κατευθύνεται στο κόμμα της αξιωματική αντιπολίτευσης.
Ο ίδιος δεν κατέθεσε σοβαρή εναλλακτική πρόταση και δηλώνει πως λόγω της αδιαμεσολάβητης σχέσης με τους πολίτες που συναντά, θα φτάσει να γίνει πρωθυπουργός. Κατά προτίμηση, όπως έχει δηλώσει, δύο φορές και αυτοδύναμος.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης πρώτα απ’ όλα δεν ξέρει αν θα παραμείνει πρόεδρος στο ΠΑΣΟΚ. Τα στελέχη του κόμματος στην πλειοψηφία τους του δείχνουν την πόρτα της εξόδου, αν και αυτός δηλώνει πως έχει τη στήριξη της βάσης, κάτι που, σύμφωνα με στελέχη που βρίσκονται δίπλα του, θα αποτυπωθεί σε ενδεχόμενη εσωκομματική εκλογική μάχη. Ισως να έχει και δίκιο.
Μόνο που σε αυτή την περίπτωση πώς θα μπορεί να ηγηθεί της… Κεντροαριστεράς; Εχοντας νικήσει σε μια εσωκομματική διαμάχη που ενδεχομένως να οδηγήσει σε διάσπαση, δεδομένου ότι οι μισοί περίπου στο ΠΑΣΟΚ –στελέχη και ψηφοφόροι– δηλώνουν ότι δεν επιθυμούν συνεργασία, πόσω μάλλον σύγκλιση ή «συγχώνευση» με τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι εύκολο να διεκδικήσει την ηγεσία μιας κεντροαριστερής σύναξης;
Στις περισσότερες δημοσκοπήσεις που έγιναν προεκλογικά ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν μπορούσε να πείσει τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ. Θα μπορέσει να πείσει και αυτούς που κινούνται στο χώρο της Αριστεράς; Είναι ένα ερώτημα που δύσκολα θα απαντηθεί, αφού για να γίνει αυτό θα πρέπει να δημιουργηθούν οι σχετικές συγκλίσεις.
Στον ΣΥΡΙΖΑ δύσκολα θα βρεθεί άλλο πρόσωπο, αν και υπάρχουν κάποια με πρόσβαση και στο σύστημα ΠΑΣΟΚ. Κάνουν γκελ, που όμως, για να φανούν, πρέπει να υπάρχουν ανάλογες εξελίξεις στο κόμμα της Κουμουνδούρου.
Στο ΠΑΣΟΚ οι δελφίνοι περισσεύουν: Παύλος Γερουλάνος, ενδεχομένως Μανώλης Χριστοδουλάκης, δεν αποκλείεται και η Νάντια Γιαννακοπούλου. Η κορυφαία περίπτωση είναι ο Χάρης Δούκας, που εκτιμά ότι θα είναι ο ηγέτης της Κεντροαριστεράς, προτάσσοντας αυτό που έγινε και κέρδισε τον Δήμο Αθηναίων. Να επαναληφθεί δηλαδή ένα τυχαίο γεγονός που οδήγησε τους Αθηναίους σε μια δυσεξήγητη αποχή, αν και κάποιοι την αποδίδουν στον εφησυχασμό της διαφοράς του πρώτου γύρου.
Οπως και να έχει, το ερώτημα παραμένει. Υπάρχει κάποιος που να είναι πρωθυπουργίσιμος; Κάποιος που να κάνει τους ψηφοφόρους της Κεντροαριστεράς να πιστέψουν ότι μια συνένωση δυνάμεων, που προϋποθέτει συγχώνευση για να καταστεί εφικτή, και η απόδοση του μπόνους των 40 εδρών θα οδηγήσουν το χώρο σε εκλογική νίκη;
Ακόμη και εντός των κομμάτων που συζητούν εξωθεσμικά σε αυτή τη φάση ένα είδος συμπόρευσης, τα παραπάνω πρόσωπα δεν τυγχάνουν πλειοψηφικών ρευμάτων. Με απλά λόγια, δεν πείθουν πως μπορούν να διεκδικήσουν την εξουσία. Και φυσικά ότι θα καταφέρουν να «προσθέσουν» ποσοστά και ψηφοφόρους των κομμάτων που θα ήθελαν να συνενωθούν.
Πρόσωπο που να χαρακτηριστεί δηλαδή εν δυνάμει πρωθυπουργός δεν υπάρχει. Δεν τον βλέπουν ότι οι ψηφοφόροι των κομμάτων. Βέβαια, όπως είπαμε και στην αρχή, τα περί σύγκλισης αποτελούν ανέκδοτο για να βρίσκονται σε συζήτηση κάποια στελέχη. Δεν πρόκειται απλά για συμφωνίες επί προγραμματικών συγκλίσεων. Πρόκειται και για προσωπικές βλέψεις που δύσκολα θα καμφθούν, όπως φάνηκε προεκλογικά όταν ίσχυε η απλή αναλογική…
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»