«Ο φόβος φυλάει τα έρημα», λέει η παροιμία, και στα κόμματα που υπέστησαν μια ακόμη οδυνηρή ήττα στις ευρωεκλογές φαίνεται πως αποτελεί κυρίαρχο συναίσθημα, αφού άρχισαν (πάλι) οι πλατιές... απευθύνσεις προκειμένου να γίνει πράξη το «όραμα» της ενωμένης Κεντροαριστεράς. Μόνο που –και αυτήν τη φορά– το ζήτημα αφορά προσωπικές επιδιώξεις και όχι ιδεολογικοπολιτικές συγκλίσεις. Την ώρα που η Κεντροαριστερά σε ευρωπαϊκό επίπεδο εμφανίζεται να χάνει την όποια επαφή διατηρούσε με την κοινωνία εξαιτίας της λαϊκιστικής προσέγγισης των προβλημάτων των πολιτών, στην Ελλάδα εμφανίζονται και πάλι οι... γεφυροποιοί που επιδιώκουν τη... σύγκλιση με έναν και μοναδικό στόχο. Ποιον; Να βρεθεί το πρόσωπο που θα κερδίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Μόλις τον περασμένο Φεβρουάριο πραγματοποιήθηκε μια εκδήλωση στην οποία ετίθετο το ερώτημα «Απέναντι στην κυριαρχία Μητσοτάκη, ποιος;», η οποία είχε ολοκληρωθεί χωρίς απάντηση, αφού οι διοργανωτές και οι συμμετέχοντας όχι μόνο δεν κατέληξαν σε κάποιο γενικό συμπέρασμα, αλλά, αντιθέτως, ο καθένας παρέπεμψε στο κόμμα του ως το σχηματισμό που πρέπει να ηγηθεί σε μια ενωμένη Κεντροαριστερά. Οι ευρωεκλογές ήρθαν απλά να επαναφέρουν το ερώτημα, που επί της ουσίας πλέον συνδέεται με το προσωπικό πολιτικό μέλλον των αρχηγών των δύο κομμάτων, τα οποία εμφανίζονται ως κόμματα εξουσίας. Ο Στέφανος Κασσελάκης και ο Νίκος Ανδρουλάκης βρίσκονται μπροστά σε εσωκομματικές εξελίξεις που σιγά σιγά θα λάβουν διαστάσεις, αφού τα στελέχη τους είδαν ένα βασικό ποιοτικό στοιχείο που προέκυψε από τις ευρωεκλογές. Το στοιχείο αυτό είναι σημαντικό. Και τα δύο κόμματα, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, δηλαδή, συγκέντρωσαν ποσοστά που αθροιστικά υπολείπονται του ποσοστού που συγκέντρωσε μόνη της η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Δεν κατάφεραν, δηλαδή, όχι απλά να προσελκύσουν ψηφοφόρους και να καρπωθούν τη φθορά της κυβερνώσας παράταξης μετά από σχεδόν πέντε χρόνια διακυβέρνησης, αλλά και να την υπερκεράσουν αθροίζοντας τα ποσοστά που έλαβαν. Αυτό είναι και το στοιχείο που κινητοποιεί τα στελέχη, αυτή είναι και η αιτία που αμφισβητούνται οι ηγεσίες των κομμάτων.
Και η πραγματικότητα είναι πως και οι δύο ηγεσίες αμφισβητούνται. Μπορεί να φαίνεται αυτήν τη στιγμή ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει –και πράγματι έχει– πρόβλημα, αφού το αίτημα για προσφυγή στη βάση καθίσταται όλο και πιο έντονο, όμως και ο Στέφανος Κασσελάκης δεν διάγει και την καλύτερη περίοδό του. Η προσπάθεια που καταβάλλεται να πειστούν οι ψηφοφόροι και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ότι ο Στέφανος Κασσελάκης έπιασε τους στόχους του το επιβεβαιώνει. Τι κι αν έχασε ποσοστά αλλά και πάνω από 350.000 ψηφοφόρους; Τι κι αν δεν κατάφερε να φέρει το... νέο στην πολιτική σκηνή; Η απάντηση συνεργατών του είναι ότι «δεν βγήκε χαμένος ο ΣΥΡΙΖΑ», καθώς και ότι «ο Στέφανος Κασσελάκης πέτυχε το στόχο του». Εξηγούν δε ότι αυτό έγινε διότι παρέμεινε δεύτερο κόμμα, παρέμεινε η «ηγέτιδα δύναμη στο χώρο της Κεντροαριστεράς», αύξησε τα ποσοστά του κόμματος στα αστικά κέντρα και ανέβασε τα ποσοστά στους νέους ψηφοφόρους και τα λεγόμενα δυναμικά κοινά. Μόνο που αυτά δεν είναι αρκετά για ένα κόμμα εξουσίας. Ισως δεν είναι αρκετά και για την ανάληψη πρωτοβουλιών αναφορικά με τη σύγκλιση των κομμάτων που αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικά. Τουλάχιστον αυτό δείχνουν οι δημοσκοπήσεις που διεξάγονται και που φέρουν άλλα πρόσωπα ως αποδεκτά να ηγηθούν του χώρου.
Ενα ακόμη ζήτημα είναι ότι αυξάνονται οι μνηστήρες. Αυτοί, δηλαδή, που δηλώνουν έτοιμοι να ηγηθούν της Κεντροαριστεράς. Στην πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μόνο ο Στέφανος Κασσελάκης. Ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχει κλείσει το κεφάλαιο αυτό. Το ινστιτούτο, που ξεκίνησε χθες τη δραστηριότητά του, αποτελεί το κέλυφος της παραμονής του στο πολιτικό προσκήνιο, παρότι το πολιτικό κεφάλαιό του έχει πληγεί από τις απανωτές ήττες. Υπάρχουν και άλλοι που δύνανται να βγουν στο προσκήνιο εφόσον ανοίξει μια συζήτηση σύγκλισης. Πολύ περισσότερο τη στιγμή που στον ΣΥΡΙΖΑ η γκρίνια για την απο-ιδεολογικοποίηση και τη lifestyle τακτική του προέδρου του είναι συνεχής, ειδικά στη βάση των μελών και στελεχών.
Στο ΠΑΣΟΚ τώρα γίνεται ο κακός χαμός. Οι διαδικασίες για την προσφυγή στη βάση δεν θα αργήσουν, αφού ο Νίκος Ανδρουλάκης δύσκολα θα καταφέρει να φτάσει στις προβλεπόμενες από το καταστατικό εσωκομματικές εκλογές του 2025. Ως εκ τούτου, γεννάται και το ερώτημα ποιος θα ηγείται της Χαριλάου Τρικούπη εφόσον τεθεί θέμα συγκλίσεων και συμπορεύσεων. Μνηστήρες υπάρχουν, νύφη όμως; Το ερώτημα είναι σαφές. Υπάρχει Κεντροαριστερά με τη μορφή που την... οραματίζονται οι μνηστήρες; Υπάρχει, δηλαδή, η ιδεολογικοπολιτική βάση στην οποία μπορεί να πατήσει αυτός που θα επιχειρήσει να ηγηθεί μιας προσπάθειας να νικήσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη; Υπάρχουν οι ταμπέλες Δεξιά, Κέντρο, Αριστερά και πώς προσδιορίζονται; Αν ως Kεντροαριστερά ορίζεται η τακτική της τοξικότητας, του λαϊκισμού και της καταστροφολογίας, τότε, ναι, στην Ελλάδα υπάρχει. Αν όμως πρόκειται για κάτι άλλο, για μια πρόταση συνεκτική με αρχή, μέση και τέλος και συγκεκριμένη στόχευση, τότε, όχι, δεν υπάρχει. Αυτά ανήκουν στα άκρα και συντηρούν την ύπαρξη των άκρων...
* To άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»