Ως το μεγάλο αστέρι των οικονομικών επιδόσεων χαρακτηρίζει την Ελλάδα ο γερμανικός επενδυτικός οίκος Berenberg, τονίζοντας πως σημαντικό μέρος αυτού του επιτεύγματος οφείλεται στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.
Η Berenberg κάνει μία αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν της χώρας και την κρίση χρέους, τις μνήμες από τον ΣΥΡΙΖΑ του 2015 και το… Varoufakis effect, τονίζοντας πως οι εκλογές της Κυριακής είναι πολύ σημαντικές για τη χώρα και εξετάζοντας έτσι κατά πόσο η ισχυρή ανάκαμψη της Ελλάδας βρίσκεται σε κίνδυνο. Μια –αν και απίθανη– νίκη Τσίπρα θα μπορούσε να εγκαινιάσει μια περίοδο αβεβαιότητας για την Ελλάδα, η οποία μπορεί να τελειώσει με τις αγορές να αναγκάζουν την Αθήνα να επιστρέψει στη μεταρρυθμιστική τροχιά, όπως εκτιμά.
Ωστόσ ο εκτιμά ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραμένει στην pole position για να είναι ο επόμενος πρωθυπουργός, πιθανώς μετά τις επαναληπτικές εκλογές στις 2 Ιουλίου, με την ατζέντα του να δείχνει πως η οικονομική υπεραπόδοση της Ελλάδας θα συνεχιστεί.
Λαμπρό αστέρι των επιδόσεων
Φυσικά η Berenberg δεν ξεχνά να υπενθυμίσει την κρίση της ευρωζώνης που επηρέασε βαθύτατα τη χώρα μας, και επισημαίνει πως η Ελλάδα έχασε την πρόσβαση στις αγορές χρέους στις αρχές του 2010, με το ελληνικό ΑΕΠ να υποχωρεί συνολικά κατά 23% την πενταετία έως το τέλος του 2014.
Η υπερβολική έμφαση στην εμπροσθοβαρή λιτότητα αντί για ταχύτερες μεταρρυθμίσεις υπέρ της ανάπτυξης, τις οποίες η Ελλάδα συμφώνησε με τους επίσημους πιστωτές της σε αντάλλαγμα για μεγάλα πακέτα βοήθειας, επιδείνωσε την ύφεση.
Όμως το πικρό φάρμακο πέτυχε, τονίζει ο οίκος. Ανακάμπτοντας από ένα χαμηλό επίπεδο, η Ελλάδα έχει πλέον μετατραπεί σε αστέρι των επιδόσεων μεταξύ των σημαντικότερων μελών του ευρώ. Όπως η Γερμανία με τις μεταρρυθμίσεις της το 2003-2005, η Ελλάδα έδειξε ότι το να είναι μέλος του ευρώ μπορεί να ενθαρρύνει μια χώρα να μεταρρυθμίσει την πλευρά της προσφοράς αντί να ελπίζει σε μια δυνητικά πληθωριστική χρηματοδότηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων από την κεντρική τράπεζα.
Επιτυχία που πιστώνεται στον πρωθυπουργό
Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της επιτυχίας οφείλεται στον σημερινό πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, τονίζει η Berenberg. Από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του στα μέσα του 2019, οι ελληνικές επενδύσεις (ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου) έχουν αυξηθεί κατά 44,2% σε πραγματικούς όρους, καθώς εγχώριες και ξένες επιχειρήσεις ανταποκρίθηκαν στην ατζέντα του υπέρ της ανάπτυξης.
Έτσι το ελληνικό ΑΕΠ ξεπέρασε το επίπεδο προ πανδημίας κατά 6,4% στα τέλη του 2022, έναντι 1,3% για την Ευρωζώνη (εξαιρουμένης της Ελλάδας και της ασταθούς Ιρλανδίας).
Η απασχόληση αυξήθηκε κατά 5,9% υπό την εποπτεία του. Η εντυπωσιακή αύξηση των εξαγωγών από μόλις 19% του ΑΕΠ το 2009 σε 49% το 2022 αντανακλά την ισχυρή ανταγωνιστική θέση της Ελλάδας.
Από το ανώτατο όριο του 206% το 2020, ο δείκτης του ελληνικού δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ έχει πέσει στο 171% στο τέλος του 2022. Με τις τρέχουσες τάσεις, φαίνεται ότι θα μειωθεί κάτω από τον δείκτη χρέους της Ιταλίας (σήμερα 144% του ΑΕΠ) έως το 2026, με τη βοήθεια της γενναιόδωρης μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης από τους επίσημους πιστωτές της Ελλάδας.
Γιατί είναι σημαντικό να κερδίσει η ΝΔ
Το δυστύχημα στα Τέμπη στοίχισε στη Νέα Δημοκρατία, σημειώνει η Berenberg.
Ωστόσο κατάφερε να ανακάμψει σχετικά σύντομα με αποτέλεσμα σήμερα να διατηρεί προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις με 36% έναντι του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ του πρώην αριστερού πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα (29%).
Έτσι, ο Μητσοτάκης παραμένει στην pole position για να είναι ο επόμενος πρωθυπουργός, πιθανώς μετά τις επαναληπτικές εκλογές στις 2 Ιουλίου, στις οποίες ένα νέο εκλογικό σύστημα δίνει μπόνους τουλάχιστον 20 εδρών στο κόμμα με το υψηλότερο μερίδιο της λαϊκής ψήφου. Όμως, έχοντας αποξενώσει το κεντροαριστερό κόμμα ΠΑΣΟΚ (10% στις δημοσκοπήσεις) λόγω του σκανδάλου των υποκλοπών, ο Μητσοτάκης δεν έχει έναν προφανή εταίρο συνασπισμού. Αυτό αφήνει μια μικρή αλλά μη μηδενική πιθανότητα να επιστρέψει ο Τσίπρας στην εξουσία, ίσως επικεφαλής μιας κυβέρνησης μειοψηφίας που ανέχονται οι κεντροαριστερές και οι ριζοσπαστικές αριστερές δυνάμεις.
Καταστροφική μια επιλογή «Varoufakis effect»
Η Berenberg παράλληλα θυμίζει και το «Varoufakis effect». Ο κίνδυνος μιας νέας κυβέρνησης Τσίπρα ξυπνά μνήμες από την πρώτη του περίοδο ως πρωθυπουργός από τις αρχές του 2015 έως τα μέσα του 2019. Έχοντας κερδίσει με ριζοσπαστικά συνθήματα κατά της λιτότητας, ο Τσίπρας άφησε αρχικά τον τότε υπουργό Οικονομικών του, Γιάνη Βαρουφάκη, να ασχοληθεί με την ιδέα να φύγει η Ελλάδα από το ευρώ μέχρι να κλείσουν οι τράπεζες στα μέσα του 2015.
Eν μέσω μιας καταστροφικής κατάρρευσης του οικονομικού κλίματος που ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2014 όταν ο ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποίησε μια ατελέσφορη ψηφοφορία για την προεδρία της Ελλάδας για να αναγκάσει τις πρόωρες εκλογές, ο Τσίπρας τελικά υποχώρησε στα μέσα του 2015.
Έχοντας "απολύσει" τον Βαρουφάκη, έκλεισε μια συμφωνία με τους επίσημους πιστωτές της Ελλάδας και τους επέτρεψε να οδηγήσουν την Ελλάδα πίσω σε μια τροχιά μεταρρυθμίσεων. Αν και ο Βαρουφάκης φαίνεται να είναι πιο δημοφιλής ως υπεραριστερός φάρος εκτός Ελλάδας, το κόμμα του MeRA25 (4% στις δημοσκοπήσεις) πιθανότατα θα ξεπεράσει το όριο του 3% και θα μπει στο κοινοβούλιο.
Άλλοι στόχοι και άλλο όραμα για την Ελλάδα
Μια –απίθανη– νίκη Τσίπρα θα μπορούσε να εγκαινιάσει μια περίοδο αβεβαιότητας για την Ελλάδα, η οποία μπορεί να τελειώσει με τις αγορές να αναγκάσουν την Αθήνα να επιστρέψει στη μεταρρυθμιστική τροχιά. Οι εκλογές της Κυριακής μπορεί να είναι συνεπώς πολύ σημαντικές, καταλήγει η Berenberg.
ενώ όπως σημειώνει η Berenberg, ο Μητσοτάκης υπόσχεται περισσότερες από τις φιλοαναπτυξιακές του πολιτικές με έντονο το κοινωνικό στοιχείο. Τα τελευταία δύο χρόνια, άρχισε να χρησιμοποιεί τον δημοσιονομικό χώρο που έχει κερδίσει η Ελλάδα λόγω των υψηλών φορολογικών εσόδων (οι φόροι της κεντρικής κυβέρνησης αυξήθηκαν κατά 12,6% σε ετήσια βάση το πρώτο τρίμηνο του 2023) για να αυξήσει τις κοινωνικές δαπάνες και να μειώσει τη φορολογική επιβάρυνση.
Αν και ο Τσίπρας έχει ηρεμήσει από τη σφοδρή σύγκρουσή του με τις αγορές το 2015, το αριστερό του μανιφέστο εξακολουθεί να ζητά ανατροπή ορισμένων βασικών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, μείωση των ωρών εργασίας, σημαντική αύξηση των κοινωνικών δαπανών και εθνικοποίηση μιας μεγάλης τράπεζας και των βασικών επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας της Ελλάδας.