Η απάντηση στο ερώτημα «τι συμβαίνει με το ΠΑΣΟΚ στις δημοσκοπήσεις» είναι ανάλογη με το αν το ποτήρι είναι μισοάδειο ή μισογεμάτο. Αν δηλαδή το ΠΑΣΟΚ είναι που «τσιμπάει» και φαίνεται να καθιερώνεται ως δεύτερη δύναμη ή ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε τέτοια φάση αποσύνθεσης που το ΠΑΣΟΚ απλώς το εκμεταλλεύεται με τη θεωρία του λεγόμενου ώριμου φρούτου. Σε κάθε περίπτωση, η διαφορά που χωρίζει το δεύτερο ή τρίτο ΠΑΣΟΚ με την πρώτη ΝΔ είναι χαοτική και δείχνει πως μπορεί ακόμη και στις ευρωεκλογές, παρά την παραδοσιακά χαλαρή ψήφο της ευρω-κάλπης, η απόσταση ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο να είναι ακόμη μεγαλύτερη από αυτήν των εθνικών εκλογών ανάμεσα στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Γράφει η Έρση Παπαδάκη
Ενας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους συμβαίνει αυτό είναι ασφαλώς ότι το ΠΑΣΟΚ δεν έχει καταφέρει να δώσει το στίγμα του και πως ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν έχει καταφέρει, με τη σειρά του, να πείσει τους πολίτες πως μπορεί να δώσει καθαρές απαντήσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία. Αυτό αποδεικνύεται άλλωστε και από το χαμηλό ποσοστό δημοτικότητας που καταγράφει ή τις απαντήσεις των ψηφοφόρων στις ερωτήσεις με τα λεγόμενα ποιοτικά χαρακτηριστικά, συμπεριλαμβανομένης ασφαλώς της καταλληλότητας για την πρωθυπουργία και γενικότερα σχετικά με τις ηγετικές ικανότητές του, καθώς εύλογα θα περίμενε κάποιος ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, ως ένας νέος και σε ηλικία και σε θητεία πολιτικός αρχηγός, να τυγχάνει ευρύτερης αποδοχής.
Ταμπέλες χωρίς ουσία
Την ίδια στιγμή, η διείσδυση που έχει επιχειρήσει με χαρακτηριστική επιτυχία ο Κυριάκος Μητσοτάκης στον κεντρώο και μεταρρυθμιστικό χώρο φαίνεται πως δεν ήταν απλώς ένα από τα μυστικά της επιτυχίας του πρωθυπουργού και της ΝΔ στην έως τώρα πορεία τους από τις εκλογές του 2019 έως σήμερα, αλλά και ένας από τους λόγους για τους οποίους το ΠΑΣΟΚ και ο κ. Ανδρουλάκης δείχνουν να έχουν πιάσει ταβάνι. Με άλλα λόγια, η πολιτική Μητσοτάκη και οι τολμηρές μεταρρυθμίσεις σε όλα τα επίπεδα, με πλέον χαρακτηριστική αυτήν που συζητείται όσο καμία άλλη τις τελευταίες ημέρες για τον γάμο και τα δικαιώματα των ομόφυλων ζευγαριών, αποδεικνύει πως οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς είναι προ πολλού παρωχημένες και μαζί η αντίστιξη ανάμεσα στο προοδευτικό και το συντηρητικό δεν ταυτίζεται πλέον με πολιτικές κατευθύνσεις και παρατάξεις.
Με άλλα λόγια, ο κ. Μητσοτάκης έχει καταφέρει να εκφράσει τη συντριπτική πλειονότητα των κεντρώων ψηφοφόρων και των μεταρρυθμιστών, μεταξύ των οποίων βρίσκονται ασφαλώς και κεντροαριστεροί ψηφοφόροι, οι οποίοι, με τη σειρά τους, προτιμούν τη ΝΔ και τις καθαρές εξηγήσεις και δράσεις του πρωθυπουργού από τα «ναι μεν, αλλά» του κ. Ανδρουλάκη. Κυρίως δε το εκκρεμές της Χαριλάου Τρικούπη ανάμεσα στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις διακηρύξεις του προέδρου του ΠΑΣΟΚ για αυτονομία και «τρίτο δρόμο», αφού τα περισσότερα στελέχη του ΠΑΣΟΚ περισσότερο συζητούν το ενδεχόμενο προσέγγισης με τον ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και στην εποχή Κασσελάκη παρά ακούνε τη φωνή της λογικής που επιτάσσει τη στροφή προς το κέντρο. Η τάση άλλωστε του κ. Ανδρουλάκη είναι να μιμηθεί τον Ανδρέα Παπανδρέου και να «βουτήξει» στη δεκαετία του ’80, επιδιώκοντας να ξυπνήσει τα αντιδεξιά σύνδρομα των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ και όσων θέλει κατ’ αυτόν τον τρόπο να επαναπατρίσει από τον ΣΥΡΙΖΑ, αγνοώντας ωστόσο ότι έχει διαμορφωθεί πλέον μια ισχυρή νέα πραγματικότητα που στέλνει όλο και περισσότερους κεντροαριστερούς και κεντρώους ψηφοφόρους στην… αγκαλιά του κ. Μητσοτάκη.
Ξαναζεσταμένο φαγητό
Το «αριστερό φλας» στη Χαριλάου Τρικούπη αποτυπώθηκε άλλωστε ανάγλυφα στα όσα έγιναν και ακολούθησαν τις δημοτικές εκλογές και πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί αυτό του νέου δημάρχου Αθηναίων, Χάρη Δούκα, η επικράτηση του οποίου ήταν ακριβώς αυτή που ενέτεινε τις φωνές για συμπόρευση ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ και δημιουργία «αντι-μητσοτακικού μετώπου» απέναντι στη ΝΔ. Συνταγές δηλαδή παλιές και ξεπερασμένες που δεν παραπέμπουν απλώς σε άλλες εποχές και δεν είναι συμβατές με τη σύγχρονη πραγματικότητα, αλλά αποδοκιμάστηκαν και αποδοκιμάζονται στην πράξη από τους ψηφοφόρους που δεν διστάζουν ακόμη και να στραφούν απευθείας πλέον στη ΝΔ. Οπότε, με τούτο ως δεδομένο, ενδεχομένως η απάντηση στο ερώτημα εάν το ΠΑΣΟΚ κερδίζει στις δημοσκοπήσεις ή απλώς υποχωρεί δραματικά ο ΣΥΡΙΖΑ να κρύβεται στο δεύτερο σκέλος – ιδίως δε εάν το επόμενο διάστημα η διαφορά ΝΔ-ΠΑΣΟΚ στις δημοσκπήσεις μεγαλώσει ακόμη περισσότερο, μολονότι το ΠΑΣΟΚ μπορεί να παγιωθεί πλέον ως δεύτερο κόμμα και ο ΣΥΡΙΖΑ να κινδυνεύσει να χάσει και την τρίτη θέση από το ΚΚΕ.