Δεν πέρασαν ούτε λίγες ώρες και ο εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Κώστας Τσουκαλάς, βγήκε να καταγγείλει «στοχοποίηση της Κοβέσι» με αφορμή… έναν τίτλο. Όχι για κάποια ανακριβή πληροφορία. Όχι για κάποια ψευδή καταγγελία. Αλλά γιατί η Σοφία Βούλτεψη, μέσα από το άρθρο της στο «Μανιφέστο», είχε το θράσος να υπενθυμίσει ότι οι αναφορές τρίτων σε ονόματα δεν είναι ούτε τεκμήρια ούτε αποδείξεις. Το άρθρο, ειρωνικά, όχι μόνο δεν στοχοποιεί την Ευρωπαία Εισαγγελέα, αλλά ξεκαθαρίζει ότι δεν υπάρχει εμπλοκή της. Κι όμως, ο Τσουκαλάς «προσβλήθηκε».

Γιατί; Διότι ο τίτλος δεν υπηρέτησε την εικόνα της Κοβέσι ως μόνιμα διωκόμενης υπερηρωίδας της ευρωπαϊκής κάθαρσης. Γιατί όταν το αφήγημα του «γαλάζιου παρακράτους» αρχίζει να σκαλώνει στα πραγματικά δεδομένα, πρέπει κάπως να συντηρείται η ένταση. Ο Τσουκαλάς δεν σχολίασε την ουσία – γιατί δεν τον βόλευε. Δεν αναίρεσε κανένα επιχείρημα – γιατί δεν μπορούσε. Κατέφυγε στην ασφαλή γραμμή των εντυπώσεων: καταγγελία, δραματικός τόνος, και ένα κλασικό ερώτημα-καρμπόν περί «καθοδήγησης από το Μαξίμου».

Ενοχλήθηκε, δηλαδή, επειδή η Βούλτεψη έκανε κάτι που η αντιπολίτευση αποφεύγει συστηματικά: ξεχώρισε τη δημοσιογραφία από την πολιτική εργαλειοποίηση. Και, μέσα από ένα δημοσίευμα που στέκεται σε αποδείξεις και όχι σε συνθήματα, άφησε εκτεθειμένους όσους χτίζουν επικοινωνιακά σενάρια πάνω σε αποσπασματικά αποσπάσματα δικογραφιών και «κουμπώματα» μαρτύρων με πολιτική παραγγελία.

Η ενόχληση του Τσουκαλά δεν είναι πολιτική. Είναι στρατηγική. Γιατί όταν το μόνο που έχεις να αντιπαραθέσεις στην πραγματικότητα είναι καταγγελίες για... τίτλους, τότε κάτι δεν πάει καλά. Όχι με τη Βούλτεψη. Με το δικό σου αφήγημα. Και ίσως ήρθε η ώρα το ΠΑΣΟΚ να παραδεχτεί πως όσο κι αν προσπαθεί να επενδύσει στο ευρωπαϊκό κύρος της Κοβέσι, ο λογαριασμός δεν του βγαίνει. Τουλάχιστον, όχι με τίτλους που λένε την αλήθεια.