Ήταν 24 Ιουλίου 1923, στη Λωζάνη της Ελβετίας, όταν πέφτει η αυλαία ενός αιματηρού και ταραγμένου κεφαλαίου στην ιστορία της Ανατολικής Μεσογείου. Με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, Ελλάδα και Τουρκία επικυρώνουν επίσημα τα σύνορα που, έναν αιώνα μετά, παραμένουν ως έχουν – αν και ποτέ δεν έπαψαν να τρίζουν από εντάσεις, σκιές και ιστορικά φαντάσματα.

Η συνθήκη, που υπεγράφη ανάμεσα στην Τουρκία του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ και τις νικήτριες δυνάμεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Ιαπωνία, Ελλάδα, Ρουμανία, Σερβία), αντικατέστησε την καταρρακωμένη Συνθήκη των Σεβρών του 1920, η οποία ποτέ δεν εφαρμόστηκε. Όσα είχε τάξει στους Έλληνες η Συνθήκη των Σεβρών, τα πήρε πίσω η Ιστορία με βία, καπνό και ξεριζωμό.

Η Ελλάδα τραβάει τη γραμμή της

Με το άρθρο 2 της Συνθήκης της Λωζάνης, η Τουρκία αναγνωρίζει ως ελληνοτουρκικά σύνορα αυτά του Έβρου και του νησιωτικού συμπλέγματος του Αιγαίου, με εξαίρεση τα Δωδεκάνησα που παραμένουν υπό ιταλική κυριαρχία. Η Ίμβρος και η Τένεδος παραμένουν στην Τουρκία - με την υπόσχεση όμως (που ποτέ δεν τηρήθηκε) για προστασία της ελληνικής μειονότητας. Οι Μικρασιατικές διεκδικήσεις, η "Μεγάλη Ιδέα", τα όνειρα για Σμύρνη και Κωνσταντινούπολη, σφραγίζονται οριστικά ως παρελθόν.

Με τη συνθήκη, ο ελληνικός χάρτης συρρικνώνεται μεν, αλλά παύει -προς το παρόν- να αιμορραγεί. Ο στρατιωτικός και πολιτικός στόχος γίνεται η σταθερότητα. Η Ελλάδα αποδέχεται τον ρεαλισμό, αφού πρώτα γονάτισε από την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής (1922), με 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες να περνούν απέναντι κυνηγημένοι.

Η Κύπρος: Το χαρτί που καίγεται πρόωρα

Με το άρθρο 20, η Τουρκία παραιτείται επισήμως από κάθε δικαίωμα στην Κύπρο, την οποία η Μεγάλη Βρετανία είχε ήδη προσαρτήσει μονομερώς το 1914 – όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία συμμάχησε με τις Κεντρικές Δυνάμεις στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Κύπρος, τυπικά ακόμα οθωμανική κτήση μέχρι τότε, περνά οριστικά στην κατοχή του βρετανικού στέμματος με τουρκική συναίνεση. Η Ελλάδα δεν έχει καμία ανάμειξη στο ζήτημα αυτό - και θα χρειαστεί να περάσουν δεκαετίες, αντάρτικα και αιματοχυσίες μέχρι να τεθεί το «Κυπριακό» στο επίκεντρο των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Η ανταλλαγή πληθυσμών και το ανθρώπινο τίμημα

Ένα από τα πιο οδυνηρά κεφάλαια της Συνθήκης είναι η επικύρωση της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών: περίπου 1.500.000 Έλληνες της Μικράς Ασίας και 500.000 Μουσουλμάνοι της Ελλάδας ξεριζώνονται από τις εστίες τους. Εξαιρούνται μόνο οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης (οι οποίοι όμως θα διωχθούν σταδιακά τις επόμενες δεκαετίες) και οι Μουσουλμάνοι της Θράκης. Ολόκληρες γενιές γεννήθηκαν και πέθαναν με τον πόνο της προσφυγιάς, με τα κλειδιά των σπιτιών της Σμύρνης και των Μοσχονησίων να σκουριάζουν σε πατρικά εικονοστάσια.

Η Ελλάδα μετά τη Λωζάνη

Για την Ελλάδα, η Συνθήκη της Λωζάνης ήταν μια σιωπηρή ομολογία ήττας, αλλά και μια ευκαιρία για επανεκκίνηση. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, με ρεαλισμό αλλά και πίκρα, έβαλε την υπογραφή της χώρας του, καταλαβαίνοντας ότι η γεωπολιτική σκακιέρα είχε ήδη αλλάξει ριζικά.

Το όραμα της Μεγάλης Ιδέας δεν ήταν πλέον βιώσιμο - τουλάχιστον όχι με όρους στρατιωτικούς. Χρειαζόταν ειρήνη για να σταθεί το κράτος στα πόδια του, να ενσωματώσει τους πρόσφυγες, να επιβιώσει.

Η Λωζάνη σήμερα

Έναν αιώνα μετά, η Συνθήκη της Λωζάνης εξακολουθεί να αποτελεί το θεμέλιο του διεθνούς νομικού καθεστώτος στο Αιγαίο και στη Θράκη. Η Τουρκία συχνά την αμφισβητεί ρητορικά, μιλώντας για "αναθεώρηση" και "γκρίζες ζώνες", αλλά διεθνώς παραμένει σε ισχύ και νομιμοποιεί την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.

Η ισχύς της είναι τέτοια, που όσες εντάσεις κι αν ξεσπάσουν, όσοι εθνικισμοί κι αν πυροδοτηθούν, η Λωζάνη μοιάζει με γεωπολιτικό βράχο - φθαρμένο από τα κύματα, αλλά πάντα εκεί.


Η 24η Ιουλίου 1923 δεν ήταν απλώς μια υπογραφή σε μια αίθουσα της ελβετικής διπλωματίας. Ήταν το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η γέννηση της σύγχρονης Τουρκίας, και για την Ελλάδα, μια οδυνηρή αλλά αναγκαία επιστροφή στον ρεαλισμό.

Η Ιστορία σπάνια κάνει χάρη - αλλά τουλάχιστον εκείνη τη μέρα, της χάραξε σύνορα. Και της άφησε τον χρόνο να γιατρέψει, ό,τι δεν μπόρεσε να σβήσει.