«Το μέγα θέμα της εποχής μας είναι η δημοκρατία. Ολοι μιλούν περί δημοκρατίας, ολίγοι όμως την καταλαβαίνουν και ολιγότεροι έχουν τη θέληση και την ικανότητα να την εφαρμόζουν», έγραφε ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Καραμανλής στις 4 Οκτωβρίου 1974 στην ιδρυτική διακήρυξη του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας. Και αυτό όχι μόνο το εννοούσε πλήρως, αλλά το έκανε και πράξη... Πώς; Μία από τις σημαντικότερες στιγμές της Μεταπολίτευσης ήταν η νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αυτό έγινε λίγες ημέρες πριν από τη δημοσιοποίηση της ιδρυτικής διακήρυξης της Νέας Δημοκρατίας, σαν σήμερα, στις 23 Σεπτεμβρίου 1974, με τη νομοθετική πράξη 59/1974. Μια ιστορική απόφαση, που για να αποτυπωθεί νομικά χρειάστηκαν μόλις τέσσερα άρθρα και λιγότερες από 300 λέξεις. 

«Από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος νομοθετικού διατάγματος επιτρέπεται ελευθέρως η σύστασις πολιτικών κομμάτων ως και η επαναλειτουργία τοιούτων διαλυθέντων κατά το παρελθόν καθ’ οιονδήποτε τρόπον ή των οποίων η λειτουργία και δράσις διεκόπη ή ανεστάλη», ανέφερε η πρώτη παράγραφος του άρθρου 1. Με το άρθρο 3, του ιστορικού αυτού νόμου, καταργήθηκε ο διαβόητος αναγκαστικός νόμος 509 του 1947 («Περί μέτρων ασφαλείας του κράτους, του πολιτεύματος, του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών») της κυβέρνησης του Θεμιστοκλή Σοφούλη, με τον οποίο ετίθετο εκτός νόμου το ΚΚΕ, ενώ οι παραβάτες του νόμου αυτού δικάζονταν από έκτακτα στρατοδικεία και όχι από την τακτική Δικαιοσύνη. 

Ουσιαστικά, όμως, με αυτήν τη νομοθετική πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, την οποία είχαν υπογράψει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και όλα τα μέλη της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, γινόταν προσπάθεια να επουλωθούν τα τραύματα που είχε αφήσει η χούντα των συνταγματαρχών. Εκλεινε δε την πληγή του δεύτερου εθνικού διχασμού, που κορυφώθηκε με τον αδελφοκτόνο εμφύλιο του 1946-1949 και τις ανάλογες νομοθεσίες της περιόδου εκείνης και των μετεμφυλιακών χρόνων, αλλά και έθετε τέλος σε πρακτικές πολιτικών διώξεων που, όσο και αν κάποιοι μπορεί να τις έκριναν «απαραίτητες», σε κρίσιμες στιγμές του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, δεν παύουν να αποτελούν στίγμα για την πολιτική ιστορία μας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τα διατάγματα που επέβαλαν δύο από τους επιφανέστερους πολιτικούς της πατρίδας, το «κατοχυρωτικό» του Αλέξανδρου Παπαναστασίου και ο νόμος 4229 του 1929, το γνωστό «ιδιώνυμο» του Ελευθερίου Βενιζέλου, το οποίο καθιέρωνε τον θεσμό της εκτόπισης ως διοικητικό μέτρο, δηλαδή χωρίς δικαστική απόφαση. 

Ο ιστορικός αυτός νόμος 59 του 1974 είχε βέβαια και έναν αυτονόητο περιορισμό: ότι τα κόμματα που θα ιδρύονταν και θα μπορούσαν να λειτουργήσουν νόμιμα, θα ήταν αντίθετα με τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας ή την όποια προσπάθεια ανατροπής του ελεύθερου δημοκρατικού μας πολιτεύματος (άρθρο 1, παρ. 2: «Τα πολιτικά κόμματα, υφιστάμενα ή εφεξής ιδρυόμενα, υποχρεούνται όπως προ της αναλήψεως οιασδήποτε δραστηριότητος καταθέσουν εις τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δήλωσιν του αρχηγού ή της Διοικούσης Επιτροπής αυτών περιλαμβάνουσαν ότι αι αρχαί του κόμματος αντιτίθενται προς πάσαν ενέργειαν αποσκοπούσαν εις την βίαιη κατάληψιν της εξουσίας ή την ανατροπήν του ελευθέρου δημοκρατικού πολιτεύματος»). 

Πολιτικά –και όχι μόνο– είναι απορίας άξιον γιατί η αναφορά αυτή, σ’ αυτό το νομοθέτημα, είχε προκαλέσει τότε αντιδράσεις. Μάλιστα, υπήρξαν και νομικοί της εποχής που είχαν υποστηρίξει ότι η διάταξη αυτή ήταν... αντισυνταγματική. Βέβαια ο Αρειος Πάγος είχε γνωμοδοτήσει τότε ότι η διάταξη αυτή ήταν πέρα για πέρα συνταγματική, καθώς αποτελεί στοιχειώδη υποχρέωση των κομμάτων, που απορρέει από το άρθρο 29 παρ. 1 του συντάγματος, να μην επιδιώκουν «την επιβολή των αρχών τους με βίαιη κατάληψη της εξουσίας ή ανατροπή του ελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος». 

Είναι δυνατόν να υπάρχουν κόμματα που θα αρνούνταν να κάνουν αυτήν την αυτονόητη δήλωση; Και όμως ναι! Η πρώτη περίπτωση ήταν αυτή του Επαναστατικού Κομμουνιστικού Κινήματος Ελλάδας (ΕΚΚΕ), που είχε λάβει μέρος στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974, ενώ η δεύτερη ήταν τριών παρατάξεων (Αριστερή Κίνηση Κατά της ΕΟΚ, Ουράνιο Τόξο και Κίνηση Πολιτών για την Ευρώπη του Σοσιαλισμού - της Οικολογίας - του Φεμινισμού - των Κοινωνικών Κινημάτων - της Αλληλεγγύης) στις ευρωεκλογές του 1994. Δεν έχει καμία αξία να λες ότι θέλεις τη Δημοκρατία αν δεν σέβεσαι τους κανόνες της... 

Από το 1974 μέχρι σήμερα η πατρίδα μας βιώνει τη μεγαλύτερη και καλύτερη περίοδο δημοκρατικής διακυβέρνησης, σε αντίθεση με την περίοδο από το 1821 έως την απριλιανή χούντα, όπου η Ελλάδα πληγώθηκε από εμφυλίους, δικτατορίες, κινήματα, εθνικές καταστροφές και δυστυχώς έζησε μόνο μικρές περιόδους δημοκρατίας... 

Οπως αναφέρεται στην ιδρυτική διακήρυξη της Νέας Δημοκρατίας, η δημοκρατία είναι ένα «ευαίσθητο πολίτευμα» που «είναι δύσκολο στην εφαρμογή του. Και προϋποθέτει ειδικές συνθήκες, χωρίς τις οποίες δεν ημπορεί να ανθήσει και να καρποφορήσει». Απαιτεί, δηλαδή, σεβασμό στους πολιτικούς αντιπάλους και νηφαλιότητα. Σύγκρουση ιδεών ναι, αλλά όχι βία. Και ακόμα παντελή απουσία λαϊκισμού, φανατισμού και μισαλλοδοξίας! Και τα τελευταία χρόνια, δυστυχώς, ο λαϊκισμός, ο φανατισμός, η τοξικότητα στον πολιτικό λόγο και η μισαλλοδοξία κυριαρχούν στη δημόσια ζωή (ακόμα και στο εσωτερικό κομμάτων). 

Γι’ αυτό και η φράση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, από το όχι και τόσο μακρινό 1974, φαντάζει τραγικά επίκαιρη: «Το μέγα θέμα της εποχής μας είναι η δημοκρατία. Ολοι μιλούν περί δημοκρατίας, ολίγοι όμως την καταλαβαίνουν και ολιγότεροι έχουν τη θέληση και την ικανότητα να την εφαρμόζουν».