Η απώλεια του σμηναγού (Ι) Χρήστου Μουλά και του ανθυποσμηναγού (Ι) Περικλή Στεφανίδη, κυβερνήτη και συγκυβερνήτη του μοιραίου Canadairπου κατέπεσε την ώρα του καθήκοντος, σε μια ηρωική μάχη με τις φλόγες πάνω από την Κάρυστο, μας γεμίζει θλίψη και συγκίνηση. Θλίψη για την απώλεια δύο νέων ανθρώπων και αξιωματικών της Π.Α. και συγκίνηση γιατί σε μια εποχή άκρατου ευδαιμονισμού, κάποιοι νέοι συνειδητά επιλέγουν, με γνώση των κινδύνων για την ίδια τους τη ζωή, αλλά και με περίσσια αγάπη για την πατρίδα, να βαδίσουν την οδό του χρέους και της τιμής για την προστασία της ειρηνικής καθημερινότητας και της ελευθερίας όλων μας, αλλά και για την υπεράσπιση της ακεραιότητας του εδάφους και του φυσικού περιβάλλοντος της Ελλάδας μας. Τα λόγια παρηγοριάς προς τους οικείους τους είναι λίγα.
Ενώνοντας μαζί με όλη την Ελλάδα την καρδιά μου με τον πόνο των οικογενειών τους και με τη συγκίνησή μου να πολλαπλασιάζεται, καθώς είμαι γιος αξιωματικού της Πολεμικής μας Αεροπορίας, δεν μπορώ να μη σταθώ –αφού πρώτα η σκέψη και η καρδιά αποδώσουν την οφειλόμενη τιμή στη μνήμη τους– και στις επιστημονικές προσεγγίσεις του Stress και της εργασιακής υπερφόρτωσης των πληρωμάτων αεροπυρόσβεσης, με βάση πρόσφατα διεθνή ερευνητικά δεδομένα.
Οι παράγοντες
Πράγματι, οι προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής και της αυξημένης συχνότητας ακραίων καιρικών φαινομένων που τη συνοδεύουν, όπως οι μέγα- πυρκαγιές, έχουν διαμορφώσει την απαίτηση μιας καινοτόμου προσέγγισης της αντιμετώπισής τους, ειδικά σε ό,τι αφορά στην αεροπυρόσβεση. Τα σχετιζόμενα με την κούραση λάθη, συμπεριλαμβανομένων της παράβλεψης ή της καθυστέρησης κρίσιμων θεμάτων, της μειωμένης νοητικής ικανότητας, της φτωχότερης συλλογιστικής, των λανθασμένων ρυθμών απόκρισης ή ακόμη και διαταραχών της αντίληψης, μπορεί να έχουν σημαντικές αρνητικές συνέπειες στο πλαίσιο της αεροπυρόσβεσης, καθώς οι νοητικές απαιτήσεις που σχετίζονται με την επιτέλεση του αεροπορικού έργου, και μάλιστα υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, είναι πολύ σημαντικές και έντονες. Οι επιχειρησιακοί ψυχοπιεστικοί παράγοντες, σε συνδυασμό με τον αυξημένο φόρτο εργασίας, είναι πιθανό να έχουν ένα αθροιστικά δυσμενές αποτύπωμα στην ασφάλεια και στην απόδοση των χειριστών εναέριας πυρόσβεσης. Η έκθεση στον καπνό που συνοδεύει τις πυρκαγιές έχει ως συνέπεια την αύξηση τόσο του νευρονοητικού έργου που καλείται να επιτελέσει η αντίληψη των χειριστών όσο και την τάση του πληρώματος για λάθη, εξαιτίας του αλλοιωμένου οπτικού περιβάλλοντος στο οποίο καλούνται να λειτουργήσουν, κατά τις συγκεκριμένες αποστολές, οι αεροπόροι μας. Επιπροσθέτως, το θερμικό stress το οποίο υφίστανται τόσο τα πληρώματα αεροπυρόσβεσης (δεδομένου και του ρουχισμού που φορούν οι πιλότοι) όσο και το προσωπικό εδάφους είναι πολύ πιθανό να βλάψει τη σωματική και πνευματική τους απόδοση. Αν και η αεροπυρόσβεση επιτελείται με τους χειριστές να είναι κατά κανόνα σε καθιστή θέση, μπορεί να εξελιχθεί σε μία ιδιαίτερα απαιτητική και από σωματικής πλευράς διαδικασία, ως αποτέλεσμα των βαρυτικών επιδράσεων και της αναγκαιότητας για διατήρηση επί μακρού μιας σχετικά σταθερής καθιστής στάσης σώματος. Μολονότι οι επιχειρήσεις εναέριας πυρόσβεσης διεξάγονται αποκλειστικά υπό το φως της ημέρας, χώρες όπως η Αυστραλία έχουν επιχειρήσει να επεκτείνουν το επιχειρησιακό παράθυρο της εναέριας μάχης με τις φλόγες, μέσα από την εφαρμογή συστημάτων νυκτερινής όρασης [night vision systems - ΝVSs], η οποία συνεπάγεται επιπλέον νοητική επιβάρυνση των πληρωμάτων (λόγω αναπόφευκτης μείωσης του οπτικού πεδίου και της οπτικής οξύτητας), αλλά και εντονότερη φυσική καταπόνηση στα σώματα των πιλότων, λόγω του βάρους των συστημάτων αυτών που φέρονται επί του κράνους των χειριστών. Με τις έντονες απαιτήσεις του εναέριου πυροσβεστικού έργου να έχουν ήδη παρουσιαστεί, η προοπτική επιτέλεσής του και κατά τη διάρκεια της νύκτας θέτει ακόμη μεγαλύτερες σωματικές, ψυχικές και πνευματικές προκλήσεις για τα μέλη των πληρωμάτων, καθώς σε περιπτώσεις νυκτερινών πτήσεων τίθενται ούτως ή άλλως και ανεξαρτήτως της αποστολής τους ζητήματα διατάραξης των κιρκαδιανών βιορυθμών, του κύκλου ύπνου-εγρήγορσης και της επάρκειας ωρών ύπνου.
Επιπλέον, το πιλοτάρισμα αυτό καθ’ εαυτό σχετίζεται με αύξηση του καρδιακού ρυθμού και της αναπνοής, γεγονός που πολλαπλασιάζει τις φυσικές απαιτήσεις των πτήσεων -και μάλιστα- σε συνθήκες μεγάλης φωτιάς. Με το εναέριο προσωπικό των πυροσβεστικών αεροπλάνων να καλείται να επιτελέσει το σύνθετο πτητικό του έργο σε υποβέλτιστες περιβαλλοντικές συνθήκες, την ίδια ώρα που το προσωπικό εδάφους υποχρεούται να λειτουργεί υπό το κράτος του υψηλού stress εξαιρετικά επειγουσών συνθηκών, κατανοούμε ότι ο συνδυασμός αυτός παραγόντων εργασιακής υπερφόρτωσης και επαγγελματικών απαιτήσεων (όπως για παράδειγμα διαμορφώνονται από το «τοξικό» μίγμα της έκθεσης σε καπνό, θερμικό stress και υψηλούς ρυθμούς σωματικής και πνευματικής δραστηριότητας που αντιμετωπίζουν οι ιπτάμενοι των πυροσβεστικών μας αεροπλάνων) είναι πολύ πιθανό να έχει έναν εκσεσημασμένα αρνητικό αντίκτυπο στην κόπωση, στην απόδοση και την ασφάλεια των πληρωμάτων.
Οι απαιτήσεις
Θα πρέπει, λοιπόν, να αναλυθεί σε βάθος ο τρόπος με τον οποίο επηρεάζουν ο εργασιακός φόρτος, οι μειωμένες ώρες ύπνου, η κόπωση και οι απαιτήσεις για υψηλή απόδοση την αποτελεσματική εμπλοκή του προσωπικού στις επιχειρήσεις αεροπυρόσβεσης, με τελικό στόχο την εφαρμογή στρατηγικών διαχείρισης της κόπωσης [fatigue management strategies].
Τα επίπεδα stress (όπως προσδιορίστηκαν μέσω μέτρησης των επιπέδων κορτιζόλης στο σάλιο ιπταμένων της αεροπυρόσβεσης) βρέθηκαν αυξημένα μετά την πτήση, σε σχέση με τα προ πτήσης επίπεδά τους, ενώ και η αυτοαναφερόμενη κόπωση βρέθηκε να αυξάνεται μετά την πτήση, με τις εργασιακές επιβαρύνσεις των πληρωμάτων εναέριας πυρόσβεσης να επικεντρώνονται περισσότερο τους τομείς της «απόδοσης» και των «ψυχοπνευματικών απαιτήσεων».
Εμφαση πρέπει να δοθεί και στην εξασφάλιση επαρκών ωρών ύπνου του προσωπικού, ακόμη και με την εφαρμογή του λεγόμενου «στρατηγικού ύπνου» [strategic sleep], ως προληπτικού αντιδότου στην εργασιακή κόπωση, καθώς οι σχετικές έρευνες μας πληροφορούν πως, παρότι ο συγκεκριμένος πληθυσμός των ιπταμένων αεροπυρόσβεσης δείχνει να κοιμάται επαρκείς ώρες, τα επίπεδα stress και συνακόλουθης εργασιακής επιβάρυνσης που ανιχνεύονται μετά την πτήση είναι σημαντικά.
Θα πρέπει, λοιπόν, σε οργανωσιακό επίπεδο, να αντιμετωπισθούν τα ενδεχόμενα προβλήματα που σχετίζονται με τον ύπνο, το stress και την εργασιακή επιβάρυνση των πληρωμάτων εναέριας πυρόσβεσης, ώστε να εξασφαλισθούν η επαρκής υποστήριξή τους και η δυνατότητα αποτελεσματικής διαχείρισης της εργασιακής τους κόπωσης και διασφάλισης της μέγιστης απόδοσης τόσο κατά την εκπαίδευση όσο και κατά την επιχειρησιακή απόκριση στις μέγα-πυρκαγιές.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Sprajcer M, Roberts S, Aisbett B, Ferguson S, Demasi D, Shriane A, Thomas
MJW. Sleep, Workload, and Stress in Aerial Firefighting Crews. Aerosp Med
Hum Perform. 2022 Oct 1;93(10):749-754. doi: 10.3357/AMHP.6112.2022.
PMID: 36243918.
* MD, MSc, PhD Ψυχίατρος - διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών, πρόεδρος ΔΣ ΚΕΘΕΑ, μέλος Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας