Ίσως να φταίει το γεγονός πως μεγάλωσα τη δεκαετία του ’80, μπασκετικά γαλουχημένος με το χρυσό στο Ευρωμπάσκετ του ’87, με τον Γκάλη να σκοράρει σε πρώτο πλάνο και τον Ολύμπιο, τον πελαργό, να εμφανίζεται στους υπότιτλους μετρώντας τους πόντους του Έλληνα άσου και τα φάουλ των αντιπάλων.
Κάτι το δάκρυ του Μίσα, αυτής της γλυκύτατης αρκουδίτσας που στην τελετή λήξης των ακρωτηριασμένων Ολυμπιακών της Μόσχας του ’84, έκανε όλον τον πλανήτη να κλάψει μαζί του για τις ψυχροπολεμικές λαβωματιές του ολυμπιακού ιδεώδους, κάτι ο ξερακιανός, Τσιάο, που στο Μουντιάλ της Ιταλίας του ’90 συνδύαζε τις προεφηβικές ποδοσφαιρικές φαντασιώσεις μας με τις παιδικές παραμυθένιες μνήμες του Πινόκιο, όλοι εμείς, της γενιάς του ’80, όποτε ξεκινούν μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις, το πρώτο πράγμα που έχουμε μάθει να κοιτούμε, ασυναίσθητα, είναι οι μασκότ.
Αυτές οι παιχνιδιάρικες, καρτουνίστικες φιγούρες που συνομιλούν απευθείας με το συλλογικό αθλητικό ασυνείδητο, αντανακλώντας κρυφά εθνικά χαρακτηριστικά, πόθους διάκρισης, αυτογνωσιακές εξεικονίσεις και αναπαραστάσεις της εθνικής σωματοεικόνας της εκάστοτε διοργανώτριας χώρας.
Έτσι, λοιπόν, ο πελαργός του ’87 δεν θα μπορούσε παρά να χαρακτηριστεί μία απόλυτα πετυχημένη μασκότ από σημειολογική άποψη. Μία μικρή χώρα, με έναν όχι και τόσο αξιοζήλευτο μέσο όρο ύψους, όρθωνε το μπασκετικό ανάστημά της απέναντι στο σοβιετικό μεγαθήριο του Τσατσένκο (το κανονικό του όνομα είναι Τκατσένκο… αλλά τον είχε «βαπτίσει» κατάλληλα ο αείμνηστος Φίλιππας Συρίγος…) και του Βολκόφ, με τις υψηλές προσδοκίες της για ακόμη υψηλότερους στόχους, για ακόμη ψηλότερα και καλοζωισμένα παιδιά –που μεταφορικά μιλώντας τα φέρνει ο πελαργός– να απεικονίζονται σε αυτό το ψηλόκορμο, λιγνοπόδαρο πουλί. Ένα πουλί αποδημητικό που οι φωλιές του στα καμπαναριά των χωριών μας εκκολάπτουν μια διαρκή υπόσχεση επιστροφής και επαναπατρισμού. Μία υπόσχεση που συνδιαλεγόταν απευθείας με το οικουμενικό, πολυταξιδεμένο κύτταρο του ελληνισμού που έβλεπε στα εύστοχα λέι απ του εξ Αμερικής ομογενούς Γκάλη να επιβεβαιώνεται η ελπιδοφόρα αρωγή της δυναμικής ελληνικής ομογένειας στους εθνικούς θριάμβους.
Ίσως γι’ αυτό το 2010, όταν ξεκίνησε το Μουντομπάσκετ της Τουρκίας, το πρώτο πράγμα που τράβηξε την προσοχή μου ήταν ο Bascat. Αυτό το αρχικώς απροσδιορίστου συνομοταξίας παράξενο ζωάκι, με το φεγγαρόσχημο κεφάλι και τα διαφορετικού χρώματος μάτια, που όταν το πρωταντίκρισα μου ενέβαλε περίεργες και ανησυχαστικές σκέψεις. Κάτι το ημισελινοειδές κρανίο του, κάτι το γκριζόασπρο χρώμα του, κάτι το ένα βαθυγάλαζο μάτι του, κάτι το γεγονός πως από το δημοτικό μάς μάθανε να μιλούμε με καχυποψία για των εξ ανατολών κίνδυνο, άρχισαν να ξυπνούν μέσα μου εθνικοί φόβοι και συνδηλούμενα αμυντικής εγρήγορσης.
Βρε, μήπως και είναι λύκος και μάλιστα γκρίζος; Μήπως οι γείτονές μας διάλεξαν για μασκότ του Μουντομπάσκετ αυτό το χαρακτηριστικό, ζωόμορφο σύμβολο του εθνικισμού; Μήπως, κατ’ αναλογίαν των βιβλικών «λύκων με προβιά αμνών», οι Γκρίζοι Λύκοι της Ανατολίας περιενδύθησαν την αθώα προβιά της αθλητικής μασκότ για εκμετάλλευση της παγκόσμιας προβολής του αθλητικού αυτού γεγονότος, ώστε να στείλουν τα συγκεκαλυμμένα μηνύματά τους; Μέχρι και σε ιστορικές πηγές ανέτρεξα, για να δω μήπως ο Κεμάλ, που ανάμεσα στα άλλα ήταν γνωστός και για το βαθύ γαλάζιο βλέμμα του, είχε ετερόχρωμα μάτια, όπως θρυλούνταν για τον δικό μας Μεγαλέξανδρο και όπως εμφανίζεται ο Μπασκάτ.
Όμως όλοι αυτοί οι φόβοι μου απέκτησαν γρήγορα και επάξια την ταμπέλα της υπερβολής, όταν με μια προσεκτικότερη ματιά στον καημενούλη τον Μπασκάτ και με μια ενδελεχέστερη ανάγνωση στις σχετικές αθλητικές ιστοσελίδες, διαπίστωσα πως όχι μόνον δεν επρόκειτο για γκρίζο λύκο, απόγονο του επιθετικού μογγολικού ανιμισμού της γείτονος, αλλά για μια παιχνιδιάρικη γατούλα Βαν. Σίγουρα, η εμφάνισή της γεννά την υποψία, στα μάτια του κλινικού γιατρού (ή κτηνιάτρου), περί της υπάρξεως κάποιας συγγενούς ανωμαλίας ή και κάποιου πιθανού γενετικού συνδρόμου που συνδυάζει τις δυσμορφίες της ιριδικής ετεροχρωμίας και της εξεγκεφαλίας, αλλά από το σημείο αυτό, μέχρι τα αφελή φοβικά αντανακλαστικά μου, που την πρωτοεμφάνισαν ως γκρίζο λυκάκι, υπάρχει μεγάλη απόσταση. Μία απόσταση που δεν θα είχα τόσο αφελώς διανύσει αν είχα καταφύγει εξαρχής στην ετυμολόγηση του ονόματός της που, κατά πάσαν πιθανότητα, προέρχεται από το αγγλικό cat (γάτα) και το basket. Δηλαδή κανένας γκρίζος λύκος. Απλά μία λευκή-κρεμ γατούλα που της αρέσει το μπάσκετ.
Δεν θέλω να υποστηρίξω την άποψη πως η Τουρκία θα εμφανιστεί ποτέ ως η ήρεμη γατούλα που γουργουρίζει καλοπροαίρετα στα πόδια της Ευρώπης και στην αυλή του Αιγαίου. Τα αιλουροειδή αντανακλαστικά της τουρκικής διπλωματίας και στρατηγικής είναι πάντοτε οξυμμένα και απαιτούν ανάλογη προετοιμασία, δραστηριότητα και ετοιμότητα εκ μέρους μας. Όμως εξίσου σημαντική είναι και η καλλιέργεια κλίματος συνεργασίας και κυρίως άρσης της αμοιβαίας καχυποψίας. Μιας καχυποψίας που ενσταλαγμένη μέσα από τις αγκυλώσεις της εκπαίδευσης και εμποτισμένη στην ιστορική διαδρομή αιματηρών αιώνων και συγκρούσεων που προηγήθηκαν, ευθύνεται για εθνικές συμφύσεις και συλλογικές συσκοτίσεις που συχνά μας κάνουν να βλέπουμε κρυφές απειλές εκεί που δεν υπάρχουν. Όπως ο δήθεν γκρίζος λύκος που μου φάνηκε ότι εξύφαινε τις προπαγανδιστικές συνωμοσίες του, εκεί που απλά ένα γατάκι ήθελε να παίξει με το πορτοκαλί κουβάρι της μπάλας του μπάσκετ.
Όπως πορτοκαλί ήταν και ο Frencky, η μασκότ του Eurobasket 2015, η «μπάλα της φωτιάς».
Ενός Eurobasket κατακερματισμένου οργανωτικά, καθώς οι εμφύλιες συγκρούσεις στην Ουκρανία που αρχικώς προοριζόταν ως διοργανώτρια χώρα, είχαν αναγκάσει τη FIBA να διαμοιράσει οργανωτικά τα μπασκετικά ιμάτια του τουρνουά στη Γαλλία, την Κροατία, τη Γερμανία και τη Λετονία. Οκτώ χρόνια μετά η Ουκρανία ταλανίζεται από χειρότερα πολεμικά βάσανα. Μια μπάλα της φωτιάς, λοιπόν, είναι η μασκότ αυτής της διοργάνωσης. Μακάρι να είχε ζωντανέψει η fireball από τα ηλεκτρονικά μπασκετάκια των μαθητικών μας χρόνων, όπου όταν οι ψηφιακοί μας παίκτες ευστοχούσαν σε διαδοχικά σουτ, έβγαινε στην μπάλα τους η ένδειξη on fire. Δυστυχώς ο Frencky δεν ήταν παρά μια μπάλα πυρπολημένη από τη φωτιά του πολέμου. Ενός πολέμου που στην Ουκρανία πήρε την ειδεχθέστερη μορφή, αυτή της εμφύλιας σύγκρουσης το 2014 και που από τον Φεβρουάριο του 2022 βασανίζει τη χώρα με τη μορφή της ρωσικής εισβολής.
Χώρες που διαλύονται στην αυλή της Ευρώπης, όπως διαλύθηκε και η ενωμένη Γιουγκοσλαβία, με τις πληγές και τα μίση του εκεί εμφυλίου να αποτυπώνονται αθλητικά στο γνωστό επεισόδιο με την κροατική σημαία που διημείφθη ανάμεσα στον Σέρβο Ντίβατς και τον Κροάτη Πέτροβιτς. Δύο αστέρες της πάλαι ποτέ ίδιας ομάδας, της «μεγάλης των πλάβι σχολής». Δύο φίλοι που τα εμφύλια μίση τούς έκαναν εχθρούς. Με τη Γιουγκοσλαβία διαλυμένη από τα ίδια συμφέροντα που υποδαύλισαν τα εθνοτικά μίση για να διαλύσουν και την Ουκρανία και με τον Ντίβατς να επισκέπτεται συγκινημένος τον τάφο του πάλαι ποτέ συμπαίκτη, φίλου και Σλάβου ομοεθνούς του. Λουλούδια στον «γιο του διαβόλου», λοιπόν, για να αποκοιμηθεί ο εσωτερικός δαίμονας του εμφυλιοπολεμικού μίσους.
Και μέσα σε όλα αυτά, ο δικός μας Νίκος Γκάλης, ο γκάνγκστερ, σεμνός και αθόρυβος όπως ήταν και στην αθλητική ζωή του, όταν με τον σιγαστήρα του αέρινου βαδίσματός του εκτελούσε τις αντίπαλες άμυνες, να ασχολείται μόνον με την μπασκετική εκπαίδευση των παιδιών. Χωρίς να προσπαθεί να εξαργυρώσει, πολιτικά, την κοσμαγάπητη και λαοπρόβλητη εικόνα του με τη συμμετοχή του σε ψηφοδέλτια, όπως έκαναν άλλοι, ελάσσονες αστέρες του ελληνικού παρκέ. Χωρίς να χρησιμοποιεί την ασύγκριτη αθλητική παρακαταθήκη του για την προώθηση κάποιου άλλου –έστω και ευγενούς– μηνύματος, πέραν της επιταγής για συνδυασμό του ταλέντου με τη σκληρή δουλειά. Ενός μηνύματος που στην παρούσα φάση της δύσκολης συγκυρίας που αντιμετωπίζει η πατρίδα μας, προκρίνεται για πάμπολλες εφαρμογές σε ατομικό, προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο.
Από τον μύθο του Αισώπου για τον πελαργό και την αλεπού, έχουμε διδαχθεί πλήθος μηνυμάτων πριν από χιλιάδες χρόνια. Ίσως μπορούμε να βγάλουμε και κάποιο χρήσιμο δίδαγμα από αυτήν τη μικρή ιστορία του πελαργού και της γάτας. Του Ολύμπιου και του Μπασκάτ. Γιατί η προσπάθεια για την άρση της αμοιβαίας καχυποψίας πρέπει να αρχίσει από την εκπαίδευση και από τα μικρά χρόνια των παιδιών. Μόνον έτσι μπορούν να οικοδομηθούν οι αναγκαίες προϋποθέσεις συνεργασίας, ειρήνης, ευημερίας και ευτυχίας για τους γειτονικούς λαούς. Γιατί όπως είπε κάποτε ένας σοφός «ένα παιδί με ρώτησε τι είναι η ευτυχία και εγώ του έδωσα μία μπάλα να παίξει»… Έστω κι αν αυτή η μπάλα είναι η «μπάλα της φωτιάς»…