Δεκαεννέα χρόνια πριν, 13 Αυγούστου του 2004, σε μια άλλη Ελλάδα, λάμβανε χώρα η τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Μιας διοργάνωσης που για πολλούς σήμανε την αρχή του τέλους της Ελλάδας της ευημερίας ναρκοθετώντας, με τα αλόγιστα έξοδα της προετοιμασίας και με την απουσία μετα-ολυμπιακής αξιοποίησης των σχετικών υποδομών, τα θεμέλια μιας χώρας που πέντε χρόνια μετά έμπαινε στη χειρότερη, υπερδεκαετή, οικονομική και κοινωνική κρίση που βίωσε ευρωπαϊκή χώρα τον 21ο αιώνα. Τότε, ένας νεαρός αγροτικός ιατρός, στο Γενικό Νοσοκομείο της Λάρισας, έγραφε:

Nadrolone welcome home [Ναδρολόνη, καλώς όρισες σπίτι σου]

Ήτανε ομολογουμένως μια ξεχωριστή εναρκτήρια τελετή. Από την εποχή της μυθολογίας που ένωσε ένστικτα και λογική, πλάθοντας τον Κένταυρο, στην απαρχή της τέχνης και στο κυκλαδίτικο ειδώλιο, που η καλλιτεχνική δημιουργία του 20ού αιώνα έπρεπε να διαγράψει κύκλους χιλιετηρίδων για να (ξανα)ανακαλύψει τη
μεταμοντέρνα ελλειπτική αφαίρεση της μορφής του.

Τα λέιζερ προβάλλουν πάνω του απεικονίσεις της επιστημονικής προόδου και το ειδώλιο γίνεται το κοσμοείδωλο του σύγχρονου πολιτισμού μας, λίγο πριν ανα-λυθεί σε μαρμάρινα κομμάτια, αποκαλύπτοντας έναν κούρο και στη συνέχεια ένα κλασικό άγαλμα, το πέρασμα από την αρχαϊκή ακαμψία στη δημιουργική πλαστικότητα του χρυσού αιώνα.

Ο θεός Έρωτας υπερίπταται πάνω από τα νερά της γαλάζιας λίμνης που, στο κέντρο του γηπέδου, αναπαριστά το Αιγαίο. Ένα νεαρό ζευγάρι ερωτοτροπεί ανάμεσα στα μαρμάρινα κομμάτια που έχουνε πάρει τις θέσεις των νησιών. Πολύχρωμες μινωικές μορφές, αρχέτυπα βγαλμένα απ’ τα βιβλία της ιστορίας του δημοτικού… στα πολύ παλιά χρόνια… ο πρίγκιπας με τα κρίνα και η θεά με τα φίδια, η αγγειοπλαστική γεωμετρία του μυκηναϊκού πολιτισμού… στα παλιά χρόνια… η μαρμάρινη, λευκή αυστηρότητα των κούρων κι ανάμεσά τους το άλικο τρέξιμο μιας ζωντανής κόρης, οι μεγάλοι τραγικοί, ο Παρθενώνας και τα Ελγίνεια, η μακεδονικές σάρισες.

Ύστερα, παρμένες από γυμνασιακά εξώφυλλα, βυζαντινές μορφές που παρελαύνουν σαν ζωντανά ψηφιδωτά. Στα νεότερα χρόνια… και οι αγωνιστές του ’21, βγαλμένοι, θαρρείς, από αγιογραφίες του Κόντογλου, ο καραγκιόζης, αιώνιος πρωταγωνιστής του ελληνικού θεάματος, και το ρεμπέτικο πάλκο με ένα άρωμα σμυρναίικου παραπόνου, αναφορά στον Τσαρούχη, δάσκαλο του τελετάρχη.

Αυτά είχα σκοπό να γράψω για την περιγραφή της τελετής έναρξης και να καταλήξω στο (σημειολογικά) εντυπωσιακό άναμμα του βωμού, για να κλείσω –έτσι– έναν δικό μου κύκλο, τον κύκλο που άνοιξα όταν, το 2000, στο δεύτερο άρθρο της νεόκοπης δημόσιας γραφής μου περιέγραφα την εναρκτήρια τελετή της Ολυμπιάδας του Σίδνεϊ.

Περάσανε τέσσερα χρόνια κι εγώ έμαθα να μη λειαίνω τις γωνίες των γεγονότων, να μη στρογγυλεύω τις αιχμές που πληγώνουν. Ο «γιος και η κόρη του ανέμου», οι αθλητές του Τζέκου, αλλά και όλης της Ελλάδας, όταν κέρδιζαν –μην το ξεχνάμε αυτό– δεν προσήλθαν σε προγραμματισμένο έλεγχο doping, επικαλούμενοι ένα (τουλάχιστον) περίεργο, αν και κατά τη γνώμη μου απλά κακοσκηνοθετημένο, ατύχημα.

Όχι χρυσά, ούτε ασημένια, ούτε καν χάλκινα, απλά χαλκευμένα τα μετάλλια που φούσκωσαν με υπερηφάνεια τα στήθη του ελληνισμού; Η Ολυμπιάδα του μέτρου που θα αναβάπτιζε τα αθλητικά ιδεώδη στα αρχαία νάματα ξεκινά με την κηλίδα του ντοπαρίσματος για τους αμφιτρύωνες υπεραθλητές; Ολυμπιακοί Αγώνες, καλώς ήλθατε στο σπίτι σας, Olympic Games welcome home ή αλλιώς: Nadrolone, welcome home.

Στην Ολυμπιάδα των Αυστραλών έγραψα για τον συμβολισμό του ανάμματος του βωμού από την Κάθι Φρίμαν, κάνοντας νύξη για την υποβόσκουσα υποκρισία της σκηνής, καθώς η αθλήτρια ήτανε ιθαγενής στην καταγωγή και είναι γνωστά τα όσα υπέστησαν οι αυτόχθονες από τους αποικιοκράτες που σήμερα εμφανίζονται ως υπέρμαχοι των ολυμπιακών ιδανικών.

Τώρα διαπιστώνω πως, στη χώρα που γέννησε το θέατρο, την υποκριτική και την τραγωδία, η υποκρισία μπορεί να πάρει πραγματικά τραγικές διαστάσεις. Τον δικό μας βωμό επρόκειτο να ανάψει ο χρυσός μας διακοσάρης, το (ντοπαρισμένο;) ελάφι από τη Μυτιλήνη.

Η υπόθεση των Ελλήνων αθλητών που κηλίδωσαν την «Ολυμπιάδα του μέτρου» θα εξεταστεί περαιτέρω από τα αρμόδια όργανα και εμείς αντί να κατηγορούμε τα τριαντάχρονα «παιδιά», τον πανούργο Τζέκο, τους ξένους αθλητές που «έλα, μωρέ, όλοι ντοπαρισμένοι είναι, αλλά δεν τους πιάνουν», τους Έλληνες ομοσπονδιακούς αρμόδιους, καλό θα ήτανε να κάνουμε την αυτοκριτική μας.

Ο λαός της αμετροσύνης είναι, καταρχήν, δύσκολο να διοργανώσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του μέτρου. Χωρίς όρια στους ενθουσιασμούς μας, χαρακτηρίζουμε εθνικό θρίαμβο κάθε αθλητική επιτυχία που πιστεύουμε πως μας βγάζει από τη μιζέρια και την εσωστρέφεια. Γι’ αυτό και το πλοίο με το όνομα του Κεντέρη, που τώρα θα πρέπει να νηολογηθεί ξανά, γι’ αυτό τα γήπεδα και οι δρόμοι προς τιμήν των φυγάδων της WADA, που ντοπάρανε με τις (καθαρές ή σικέ) αθλητικές επιδόσεις τους το εθνικό φρόνημα της ψωροκώσταινας.

Υπερβολικοί και στην απογοήτευσή μας. Αντιδρούμε σαν προδομένοι εραστές απέναντι στους αθλητές μας. Λες και δεν ήμαστε εμείς αυτοί που τόσον καιρό εθελοτυφλούσαμε μπροστά στα δημοσιεύματα του ξένου Τύπου, μπροστά στο παραμορφωμένο από τα αναβολικά σαγόνια, μπροστά στις μπάσες γυναικείες φωνές και στα σπυράκια των ορμονικών διαταραχών.

Από εκεί που ηρωοποιούσαμε άκριτα τους κομιστές των αθλητικών επιτυχιών είμαστε έτοιμοι να περιπέσουμε σε σύνδρομο εθνικής αθλητικής μελαγχολίας. Ακόμη και τα χρυσά παιδιά του Ιακώβου, αν κάτι πάει στραβά, θα γίνουν οι εξ Αλβανίας και εκ Γεωργίας αποδιοπομπαίοι. (Την ώρα που γράφεται αυτό το άρθρο έχει μόλις αρχίσει να ξεσπά ο σάλος με την υπόθεση Σαμπάνη.)

Μουδιασμένοι από την υπόθεση Κεντέρη-Θάνου, αρχίσαμε ήδη να αναρωτιόμαστε μελαγχολικά: αυτός είναι ο ελληνικός(πρωτ)αθλητισμός, dream team φερμένη απ’ τον Βορρά, Γεωργιανοί τζουντόκα και ρουμάνικο πινγκ πονγκ;

Για να απαντήσω στο παραπάνω ερώτημα θα σταθώ σε μια σκηνή ευχάριστη, σε μια σκηνή αθλητικής υπερηφάνειας. Ο 18χρονος Ηλίας Ηλιάδης, γεννημένος και μεγαλωμένος στη Γεωργία, με ποντιακές ρίζες, χρυσός ολυμπιονίκης στο τζούντο, ανεβασμένος στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου, έχει στο στόμα το χρυσό του μετάλλιο. Σαν γεροδεμένος Μογγόλος μισθοφόρος, από τα βάθη της ρωσικής στέπας, που, αφού προσέφερε τις πολεμικές υπηρεσίες του σε κάποιον ευρωπαϊκό στρατό, δαγκώνει το χρυσό νόμισμα της αμοιβής του για να διαπιστώσει μήπως είναι κάλπικο.

Δεν χρειάζονται αναφορές στις προαιώνιες σχέσεις του ελληνισμού με τη Γεωργία, όπως αυτές αποτυπώνονται μυθολογικά στην Αργοναυτική εκστρατεία στην Κολχίδα, για να δικαιολογηθεί η στρατολόγηση των εκ Γεωργίας αθλητών. Η εικόνα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας αντανακλάται στη χρυσή λάμψη του μεταλλίου του Ηλιάδη. Μιας κοινωνίας που υποδέχτηκε κύματα Βορειοηπειρωτών και παλιννοστούντων, ανάμεσά τους και αλλοδαπών οικονομικών μεταναστών, τους ενσωμάτωσε σε μεγάλο βαθμό και προσπαθεί να
αξιοποιήσει τη συνεισφορά τους.

Μιας κοινωνίας που δεν έχει ανάγκη τις αθλητικές επιτυχίες για να αποσυμπλεγματοποιηθεί από το σύνδρομο του παρακατιανού και του φτωχού συγγενή των Ευρωπαίων, γιατί τα αληθινά επιτεύγματά της προβάλλονται στις σύγχρονες υποδομές και στα μεγάλα έργα, στο επιστημονικό δυναμικό της, στην προσαρμοστικότητα και στην πολυσυλλεκτικότητά της.

Ο νεαρός Ηλίας ήρθε στην Ελλάδα κάτω από δύσκολες συνθήκες, μπορεί να μη μιλάει ελληνικά, πάλεψε όμως με την περιθωριοποίηση, έκανε «βαζάρι» στην απομόνωση και νίκησε τη μιζέρια με «ιπόν», κερδίζοντας το χρυσό και εμπλουτίζοντας το λεξιλόγιό μας με τους ξενικούς όρους της ιαπωνικής πάλης. Δαγκώνοντας το μετάλλιο θέλει να μας καθησυχάσει, είναι σαν να μας λέει: είναι πράγματι χρυσό, δεν είναι χαλκευμένο.

Ο ίδιος δεν είναι ντοπαρισμένος, ίσως να αισθάνεται ξένος, είναι όμως καθαρός. Ένας φωτεινός κομήτης, ένα φλεγόμενο αστέρι –μάλλον από το Άλφα του Κενταύρου– πέφτει στη λίμνη του Ολυμπιακού Σταδίου. Αυγουστιάτικο πεφταστέρι, ευχή ο λαός του «μέτρον άριστον» να διοργανώσει την Ολυμπιάδα του μέτρου και του απέριττου κάλλους. Η φωτιά και το νερό, η σύζευξη των εναντιομερών της ύπαρξης.

Έτσι ξεκίνησαν όλα, πριν από εκατομμύρια χρόνια, σε μια λίμνη του πλανήτη που αργότερα θα ονομαζόταν γη, σε μια στιγμή εκεχειρίας των αντιθέσεων, συμφιλιώθηκαν οι ενάντιες προϋποθέσεις για να γεννηθεί η ζωή. Έτσι ξεκίνησαν όλα και στην τελετή έναρξης της Ολυμπιάδας μας. Με το καθαρτήριο πυρ που χαλυβδώνει τα αθλητικά ιδεώδη, με το ύδωρ των εξαγνισμών, που ξεπλένει τη ναδρολόνη απ’ τα κατεστραμμένα νεφρά και απ’ τα κιρρωτικά  συκώτια των αθλητών.

Οι Έλληνες είμαστε λαός θαλασσινός, η πνοή του Αιόλου στα πανιά μας ήτανε πάντα το μοναδικό «ντοπάρισμα» που χρειαζόμαστε για να ξεθαρρέψουμε στο πέλαγος. Γι’ αυτό τελευταίος λαμπαδηδρόμος μας είναι ο ιστιοπλόος Κακλαμανάκης. Αυτός θα ανάψει τον, σε σχήμα υπερμεγέθους δάδας, βωμό. Και η τεράστια δάδα σκύβει πάνω από τον Έλληνα πρωταθλητή για να δεχτεί τη φωτιά του.

Σαν ένας γιγαντόσωμος Προμηθέας που σκύβει πάνω από το γένος των ανθρώπων, όχι για να τους διδάξει τη φωτιά αλλά για να διδαχτεί από αυτούς, να διδαχτεί την ιερή φωτιά που κρυφοκαίει μέσα σ’ αυτό το γένος των μικρών «θεών».

Κοιτάζοντας από μακριά το κατάφωτο Ολυμπιακό Στάδιο, σου φαίνεται πως κάποιος καλόβουλος αρχαίος τιτάνας, κάποιος γιγάντιος ολύμπιος θεός απέθεσε τον τεράστιο δαυλό του ανάμεσα στα τόξα της στέγης Καλατράβα, πλάι στην υδάτινη λίμνη που δέσποζε στο κέντρο του σταδίου, για να φωτίζει από ψηλά τους αγώνες των ανθρώπων, για να στέλνει φωτεινό το μήνυμα πως «εκεί που άλλοι ψάχνουν αφορμές θανάτου, ψάξε εσύ να βρεις του βίου σου τις μυστικές δροσοπηγές…»