Με τη φανέλα με το νούμερο 4 να κρέμεται –πλέον– στην οροφή του ΟΑΚΑ που φέρει το όνομά του, ο Νίκος Γκάλης όταν ερωτάται ποιο ήταν το καλύτερο παιχνίδι της ζωής του απαντά: «Σίγουρα στα παιχνίδια του 1987 ήμουν σε διαβολική φόρμα. Όμως με αντίπαλο τον Σαμπόνις και τη Σοβιετική Ενωση στο Ζάγκρεμπ το 1989 είχα κάνει εκπληκτικό παιχνίδι».
Αυτό το παιχνίδι είχα διαλέξει και εγώ για να μιλήσω για την καλοκαιρινή παρακολούθησή του, όταν μου είχε ζητηθεί να μιλήσω για την πιο όμορφη παιδική, καλοκαιρινή μου ανάμνηση. Στο μπαλκόνι του Πλαταμώνα, με το «φιδάκι» να καίει, σπειροειδές πρασινωπό αυτόκαυστο, διώχνοντας τα κουνούπια, και με μια ασπρόμαυρη τηλεόραση να προβάλλει, 24 Ιουνίου του 1989, τον ημιτελικό Ελλάδα-Ρωσία, τότε που κερδίσαμε στην εκπνοή με τρίποντο του Φάνη Χριστοδούλου, ύστερα από πάσα του Γκάλη.
«Κανείς δεν είχε καλύτερη πάσα από εμένα, αλλά είχα την ευχέρεια να μπορώ να σκοράρω από οποιαδήποτε θέση και οποιαδήποτε στιγμή ήθελα», υπογράμμισε ο «γκάνγκστερ» σε πρόσφατη συνέντευξή του, εξηγώντας παράλληλα ότι «τραβούσε» παίκτες πάνω του και ελευθέρωνε συμπαίκτες, όπως σε εκείνον τον αξέχαστο ημιτελικό που ελευθέρωσε τον Φάνη και του πάσαρε την μπάλα με γκανγκστερικό συγχρονισμό στην εκπνοή του αγώνα για το ελεύθερο σουτ.
Στο replay της μνήμης
Από όλες τις στιγμές των καλοκαιριών μου, αυτήν διαλέγω, να τη βλέπω ξανά και ξανά στο replay της μνήμης μου πλάι στον πατέρα μου, που ακόμη η νόσος του Parkinson δεν είχε αρχίσει να αφήνει τα σημάδια της πάνω του. «Οι θύμησες, αρθρόποδα έντομα / αναρριχώνται στους τοίχους όπου άφησες / τα αποτυπώματά σου / στηριζόμενος».
Δυσανάλογα μεγάλη βεράντα, σε σχέση με το εμβαδόν του σπιτιού, βρεγμένοι ήχοι ποτίσματος από μικρά πλαστικά μπεκ στον κήπο, φωτεινά, ηλεκτροφόρα, αλλά όχι δηλητηριώδη, άκακα κοκκινοπράσινα μανιτάρια με λευκές βούλες και συχνές διακοπές νερού που το κουβαλούσαμε, την ημέρα, με μπιτόνια –για να μη λείψει– και τα αφήναμε στον ήλιο για να μην κρυώνω όταν, γυρνώντας από τη θάλασσα, η μητέρα και η θεία μου βγάζανε την αλμύρα από πάνω μου.
Δεν βρήκανε, όμως, χλιαρό νερό να αποθηκεύσουν, για να μη με καίει, αργότερα και η αλμύρα από τα δάκρυα για όσα μας παίρνουν οι στιγμές που δεν θα ξαναέρθουν. Για όσα, ψεύτικα, μας υπόσχονται, μας δίνει και μας τα παίρνει πίσω ο μεγάλος μας εχθρός, ο γερασμένος Χρόνος. Ένας γερο-βοσκός μάς είχε πει κάποτε, όταν στάθηκε να πιει λίγο νερό, που ποτέ δεν μας περίσσευε σε αυτό το σπίτι, σε εκείνη τη βεράντα, πως στον Πλαταμώνα, το καλοκαίρι, οι οχιές παραφυλάνε ανάμεσα στα πολύχρωμα λουλούδια για να αρπάξουνε τις μέλισσες.
Ας κάψουμε, λοιπόν, χρυσάνθεμα που ανθίζουνε στον κήπο, πλάι στις ντάλιες, γιατί από σκόνη πύρεθρου φτιάχνεται το πράσινο «φιδάκι» που διώχνει τα επίμονα λεπιδόπτερα των αναμνήσεων. Αυτά που εξακολουθητικά συγκρούονταν με τον ιπτάμενο εαυτό τους στον φωτεινό καθρέπτη της τηλεόρασης, τα βράδια, εκείνο το καλοκαίρι.
Από αυτήν την καλοκαιρινή τηλεόραση άκουσα, σε μια λογοτεχνική εκπομπή της ΕΡΤ 2, τότε, πως η Θεσσαλονίκη (του Αρη και του Γκάλη) –μιάμιση ώρα απόσταση από τον Πλαταμώνα, το καλοκαίρι του 1989, με το Mazda Deluxe Sedan, μοντέλο του 1971, του πατέρα μου, με τα παράθυρα ανοικτά, χωρίς κλιματισμό, σε μια άλλη Ελλάδα– φέρνει ασυνείδητα σε όλους τους Ελληνες που την επισκεπτόμαστε μια υπόρρητη μελαγχολία, γιατί, μοιάζοντας βυζαντινοπρεπώς με την Κωνσταντινούπολη, μας θυμίζει την απώλεια, όπως το σπίτι μιας αγαπημένης θείας, μας θυμίζει τη μητέρα που χάσαμε, χωρίς –όμως– να είναι όπως, ακριβώς, το είχε εκείνη. Παραπλήσιο, αλλά όχι το ίδιο…
Σαλονίκη χωρίς τη... Σαλονίκη
Η μητέρα μου, ούσα η μικρότερη από τις αδελφές της, δεν με έφερε –τηρουμένης της βιολογικής τάξης– στη θέση του επισκέπτη της Θεσσαλονίκης που νοσταλγεί τη χαμένη Πόλη του. Δεύτερο καλοκαίρι του κορονοϊού, την πήρα μαζί μου σε μία επίσκεψή μου στη Θεσσαλονίκη, περνώντας κάτω από τη βεράντα του σπιτιού στον Πλαταμώνα. Ενός σπιτιού που βάζω –ασύμφορα– μέσα του ανθρώπους για να μην το νιώθω έρημο και όλο κωλυσιεργώ στην πώλησή του, για προφανείς λόγους, αν και πλέον δεν το επισκέπτομαι.
Η μητέρα μου θυμόταν τον Πλαταμώνα, αλλά δεν θυμόταν τη Θεσσαλονίκη. Φιδάκι αναμμένο οι σπείρες του χρόνου, με το εκμαγείο της στάχτης των καμένων στιγμών να ακροβατεί στην άκρη του και εγώ να αναρωτιέμαι, με τον Γκάλη να πετάει στον αέρα και να πασάρει στον Χριστοδούλου, ανάμεσα στα υψωμένα χέρια των Σοβιετικών, ελισσόμενος ως αίλουρος μέσα στα σμήνη των κουνουπιών και των ιπτάμενων μυρμηγκιών που μαγνητίζονταν από την τηλεοπτική φωταψία της οθόνης, αν πρώτα θα πέσει η στάχτη του πύρεθρου ή του τσιγάρου από τα χέρια του πατέρα μου.
Τελικά, μου είχε μείνει η Σαλονίκη μου… χωρίς τη Σαλονίκη, μιάμιση ώρα απόσταση από τον Πλαταμώνα, από το καλοκαίρι του 1989 στο καλοκαίρι του 2021, με το Mazda του πατέρα μου… Με το ίδιο αυτοκίνητο που το 1988, μολονότι μετρούσε 17 χρόνια κυκλοφορίας, κατάφερε να μας φτάσει μέχρι το Ζάγκρεμπ του Ντράζεν Πέτροβιτς, του Κροάτη «γιου του διαβόλου», ο οποίος, όμως, αναγνωρίζοντας την προαναφερθείσα «διαβολική φόρμα» του Νικ στο Εurobasket του 1987 στην Αθήνα, είχε δηλώσει: «Αν εγώ είμαι ο γιος του διαβόλου, τότε ο Γκάλης είναι ο ίδιος ο διάβολος».
Ο μεγάλος Ντράζεν, «ο Μότσαρτ» του Ευρωπαϊκού basket, άφησε άδοξα την τελευταία του πνοή σε μία «αούτομπαν» της Γερμανίας, όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε η αρραβωνιαστικιά του συγκρούστηκε με ένα φορτηγό. Ο δικός μας «γκάνγκστερ» της Εθνικής, του Αρη και του Παναθηναϊκού δεν είχε, ευτυχώς, την τραγική τύχη που συχνά επιφυλάσσει η βάσκανος μοίρα σε πολλούς ταλαντούχους, οι οποίοι πεθαίνουν νέοι, καίγοντας πρόωρα το λάδι της ύπαρξης με την ιλιγγιώδη φλόγα της χαρισματικότητας.
Ο Νίκος, όμως, ήταν πολύ ξεχωριστός και «δαιμονικά» ταλαντούχος για να τον αφήσει απρόσβλητο η τραγικότητα. Τον Μάιο του ’88, λίγο έξω από την Κατερίνη, έχασε τη ζωή της σε τροχαίο η εν διαστάσει –τότε– σύζυγός του Τζένη. Το δυστύχημα είχε συγκλονίσει το πανελλήνιο.
Ρομαντικές εποχές, χολερικές φυλλάδες
Οι εποχές ήταν άλλες, πιο ρομαντικές στην ηρωοποίηση των αθλητικών ειδώλων και πιο κίτρινες στην κανιβαλική αποκαθήλωσή τους. Χολερικές φυλλάδες και ικτερικής δημοσιογραφικής χροιάς φερέφωνα τυμβωρυχούσαν –τις μέρες που ακολούθησαν το τραγικό δυστύχημα– στα αναφερόμενα ψυχιατρικά προβλήματα της άτυχης Τζένης και στις οικονομικές λεπτομέρειες του πολύκροτου διαζυγίου της με τον «Νικ», ενώ φτάσανε μέχρι του σημείου να τον κατηγορήσουν και ως ηθικό αυτουργό του δυστυχήματος.
Όπως κάποιοι αξιολύπητοι λεμούριοι που στο όνομα του «οπαδισμού» τους δεν είχαν διστάσει να βεβηλώσουν το 2019, δις, ένα γκράφιτι του Έλληνα άσου, τόσο με τη φανέλα του Άρη όσο και με αυτήν της Εθνικής, την πρώτη φορά μουντζουρώνοντας το πρόσωπό του και τη δεύτερη φορά αντικαθιστώντας το με το πρόσωπο της Τζένης. «Τάχατες πως τον εκμηδένισαν με αυτό… οι γελοιωδέστατοι», όπως θα μπορούσαμε να πούμε παραφράζοντας τον Καβάφη.
Όμως αυτά τα παραπροϊόντα μαύρης οπαδικής συμπεριφοράς ελάχιστα αγγίζουν τον δικό μας «Νικ» του εθνικού αθλητικού θριάμβου του '87 και της κάθε βραδινής Πέμπτης των παιδικών μας χρόνων, όταν όλα νέκρωναν από άκρη σε άκρη της Ελλάδας για να τον δούμε να αγωνίζεται με τη φανέλα του Αρη.
Γιατί ο αθλητικός θρύλος του Γκάλη ανέκαθεν περιγελούσε το νόμο της ψευδο-βαρύτητας των ηκίστων. Η ανωτερότητα της προσωπικής συγκρότησης αυτού του μεγάλου αθλητή περπατά ακόμη στον αέρα της συλλογικής μας μνήμης, ενώ οι απρέπειες και οι ασχημονίες των κακοήθων και ολιγονόων που προσέβαλαν τον ίδιο και τη μνήμη της Τζένης έχουν –προ πολλού– προσγειωθεί άτσαλα στο παρκέ της λήθης.
Βανδαλίζοντας το τοιχογράφημα του Γκάλη, οι ακιδογράφοι της φρίκης, διόλου δεν αλλοίωσαν τη θρυλική του εξεικόνιση στην καρδιά κάθε υγιώς σκεπτόμενου και ευπρεπώς λειτουργούντος φιλάθλου, γιατί, πολύ απλά, «κανείς δεν μπορεί να μουντζουρώσει, αν δεν είναι ο ίδιος λερωμένος μέσα του».
Ο Γκάλης δεν είχε μπορέσει να παρευρεθεί στην κηδεία της Τζένης. Τότε, χωρίς τα ψηφιακά μέσα επικοινωνίας, το κακό μαντάτο άργησε να τον βρει, στην Ιταλία όπου είχε ταξιδέψει για αθλητικές υποχρεώσεις. Πήγε μόνος του, την επομένη, αφήνοντας ένα μπουκέτο με λουλούδια. Στην εξόδιο έστειλε ένα στεφάνι με τη λιτή επιγραφή «Στην Τζένη – Νίκος».
Ασχημονώντας με την αντικατάσταση του κεφαλιού του Νίκου με το όμορφο πρόσωπο της Τζένης (μιας τυπικής καλλονής των ’80s), το μόνο που κατάφεραν οι πιθηκίζοντες βάνδαλοι ήταν να υποστασιοποιήσουν αυτό το «Τζένη – Νίκος» που είχε γράψει ο Γκάλης στο τελευταίο «δώρο» του στην Τζένη. Φτιάξανε, μέσα στη μικρόνοη κακοήθειά τους, ένα περίεργο ακιδογράφημα με ανδρικό σώμα και κεφαλή γυναικός, ένα ζωγραφικό συμπίλημα, που λες και ξεπήδησε από «Το βιβλίο των φανταστικών όντων» του Μπόρχες.
Όμως αυτό το «διπλό φάουλ» δεν αγγίζει τον Έλληνα άσο, που «ελίσσεται σαν αίλουρος» (όπως περιέγραφε γλαφυρά τις διεισδύσεις του ο Φίλιππος Συρίγος) ανάμεσα στις μικρότητες και στις απρέπειες αυτού του τύπου και αυτού του κόσμου, που όποτε βλέπει –κυρίως σε αυτή τη χώρα– κάποιον να ξεχωρίζει σε όρους συγκρότησης και επαγγελματισμού, επικαλείται υπαρκτές ή ανύπαρκτες αδυναμίες της προσωπικής του ζωής για να τον αμαυρώσει.
Ο σκοτεινός –όσο χρειάζεται για να κερδίζει– άγγελος του ελληνικού μπάσκετ ίπταται πάνω από τις πιθηκοειδείς μουντζούρες του χουλιγκανικού κομπλεξισμού, που δεν σέβεται ούτε ζώντες ούτε νεκρούς, ούτε άνδρες ούτε γυναίκες, γιατί ήδη έχει κερδίσει μια θέση στο πάνθεον της αιώνιας αθλητικής μνήμης και αναγνώρισης.
Αγώνας μπάσκετ με τον Θάνατο
Στην «Έβδομη Σφραγίδα» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, ο ιππότης παίζει –στο τέλος– μια παρτίδα σκάκι με το Θάνατο, όπου αν κερδίσει θα γλιτώσει τη ζωή του (αλλά δεν θα γλιτώσει από τις μεταφυσικές ανησυχίες που τον βασανίζουν).
Ο –κατά τον αδικοχαμένο Πέτροβιτς– «Διάβολος» Γκάλης –την υπεράγρυπνη και κοινωνικά απωστική εσωστρέφεια του οποίου θα μπορούσαμε ίσως να την αποδώσουμε σε ανάλογες, αραφινάριστες, ανησυχίες και στάσεις απέναντι στη ματαιότητα αλλά και τη ματαίωση των γηπέδων και της ζωής– ίσως δεν θα δίσταζε, σε ένα ανάλογο μπεργκμανικό σύμπαν, να προκαλέσει σε ένα μπασκετικό «μονό» τον ίδιο τον Θάνατο, προκειμένου να γλίτωνε και τον Ντράζεν και την –επίσης αδικοχαμένη στην άσφαλτο– Τζένη.
Και φυσικά, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, αυτός ο αγώνας θα είχε στο τέλος την υπογραφή του: «Στην Τζένη – Νίκος» και, όπως περιέγραφε τις φάσεις ο Συρίγος όταν είχε την μπάλα ο «Νικ», όποιος και αν τον μάρκαρε, «Πάντα Γκάλης»…
«Κανένας στη γη δεν μπορεί να με μαρκάρει…», όπως δήλωσε και ο ίδιος, με το καλύτερο της ζωής του παιχνίδιον να είναι πάντα το… επόμενο (όπως κάθε νίκη είναι η μεγαλύτερη μέχρι την επόμενη), σε μια όμορφη αλληγορία με το διήγημα του Βιζυηνού «το μόνο της ζωής μου ταξίδιον», όπου ο παππούς δεν είχε ταξιδέψει ποτέ, αλλά μέσα από τις διηγήσεις του ταξίδευε τον εγγονό του σε χιλιάδες τόπους και ιστορίες, όπως ο Νίκος ταξίδεψε μια ολόκληρη χώρα σε όλα τα ταξίδια νίκης που ποτέ δεν πήγαμε, αλλά εκείνος μας σήκωσε μαζί του στον αέρα!
ΥΓ: Έτσι όπως προέκυψε το μπεργκμανικών αναφορών τελείωμα αυτού του άρθρου μου, έφερε στο μυαλό μου το ποίημα «Η Βασίλισσα και ο Αγγελος»: «Εχθές το βράδυ ονειρεύτηκα / πως έπαιζα σκάκι μ’ έναν άγγελο…/ κι έχασα τη βασίλισσά μου, / ίσως γιατί άργησα να καταλάβω πως άγγελος, βασίλισσα κι απώλεια ήταν ίδιοι, / ίσως γιατί κι εκείνη δεν με πίστεψε, ότι δεν έπαιζα… / καλά».
Γιατί, όπως είπε και ο Νικ: «Το μπάσκετ είναι και σκάκι. Δεν είναι μόνο το καλάθι. Πρέπει να σκεφτείς γρήγορα τι θα κάνεις, ανάλογα με το πώς σε παίζει η άμυνα. Το μυαλό είναι κομπιούτερ και πρέπει να σκεφτεί γρήγορα. Είχα καλό κομπιούτερ και έπαιρνα πολλές φορές τη σωστή απόφαση».