«Tο εάν και πόσες φορές χόρεψε ζεϊμπέκικο στο “Περιβόλι τ’ ουρανού”… ιδιωτικές προτιμήσεις, προσωπικές αισθητικές, συγκυρίες, δημόσιες σχέσεις και σχέσεις εξουσίας, παρορμητικές συμπεριφορές, όλα αυτά μαζί δεν αποκαλύπτουν παρά μια μικρή μόνο λεπτομέρεια από το βαθύτερο πολιτιστικό υπόστρωμα μιας δημόσιας προσωπικότητας…», γράφει η αείμνηστη Μυρσίνη Ζορμπά στο βιβλίο της για τον Ανδρέα Παπανδρέου «Πολιτισμικό πορτρέτο».

«Με το κεφάλι σκυμμένο, το ένα χέρι διπλωμένο πίσω από τη μέση και το άλλο να κρατάει κομπολόι, ο πατέρας κινιόταν αργά, με βαριά, μελετημένα βήματα... Σίγουρα δεν είχα δει τον πατέρα να χορεύει. Λικνιζόταν δίνοντας την εντύπωση του μεθυσμένου. Εγερνε από τη μία μεριά στην άλλη, σαν να επρόκειτο να πέσει...». Ετσι περιγράφει το ζεϊμπέκικο του Ανδρέα Παπανδρέου ο γιος του Νίκος, στο βιβλίο του «Δέκα μύθοι και μία ιστορία», σε μια αντιπαράλληλη, λογοτεχνική όρχηση του στιχουργικού «Ελπήνορα» του Σεφέρη: «Είχε το φέρσιμο του Ελπήνορα λίγο πριν πέσει να τσακιστεί κι όμως δεν ήταν μεθυσμένος…».

«Εκανε μια στροφή κι ύστερα έσκυψε και χτύπησε την παλάμη του κάτω, σαν να άλειφε το πάτωμα με βούτυρο μπρος-πίσω. Μπορεί το ζεϊμπέκικο να μιλάει για χαμένες αγάπες, για φτώχεια και για παραστρατήματα, μπορεί να έχει βγει από τη ζωή, αλλά η πολιτιστική του σημειολογία μού διέφευγε εκείνη τη στιγμή», συνεχίζει ο Νίκος Παπανδρέου.

Ελάττωμα και δημιουργία

Πράγματι, το ζεϊμπέκικο διαμορφώθηκε –σε μεγάλο βαθμό και– από τους ρεμπέτες στα μικρά κελιά των φυλακών, όπως ακριβώς και ο μπαγλαμάς δεν είναι παρά ένα μικρό μπουζούκι που κρύβεται εύκολα από τους δεσμοφύλακες και μπορεί να περάσει παράνομα μέσα στη φυλακή.

Για αυτήν την «κλειστή ντρίμπλα» όσων χορεύουν ζεϊμπέκικο, σε έναν αυστηρά, ατομικά περιχαρακωμένο χώρο της πίστας, λες και τους μαρκάρει ως αόρατος αμυντικός ο ίδιος τους ο εαυτός, σε μια κινησιολογική ασφυξία τού εσωτερικού τους χώρου, είχα γράψει το 2002, φοιτητής Ιατρικής τότε, συνδέοντας το ζεϊμπέκικο, το ελάττωμα και τη δημιουργία: «Ο Γκαρίντσα, ένας μεγάλος Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής που μεσουρανούσε τη δεκαετία του ’60 και οδήγησε τη Βραζιλία στην κατάκτηση δύο Παγκοσμίων Κυπέλλων, έμεινε στην ποδοσφαιρική ιστορία ως ο παίκτης με την καλύτερη ντρίμπλα όλων των εποχών.

Το αξιοσημείωτο είναι ότι ο παίκτης αυτός είχε προσβληθεί μικρός από πολιομυελίτιδα, με αποτέλεσμα να εμφανίζει σοβαρό κινητικό ελάττωμα στα πόδια. Αυτή του όμως η φυσική “ελαττωματικότητα” ήταν και η πηγή της ποδοσφαιρικής του ικανότητας. Το ημιπαράλυτο από την αρρώστια πόδι του γλιστρούσε απρόβλεπτα πάνω από την μπάλα, τη χάιδευε απαλά, την κλότσαγε σπασμωδικά, γεννώντας την πιο μαγική ντρίμπλα που είδαμε ποτέ σε γήπεδο», συμπληρώνοντας πως κανείς δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητος βλέποντας έναν παρκινσονικό ασθενή να χορεύει ζεϊμπέκικο. Τα μικρά κοφτά βήματα, η σκυφτή στάση, η απώλεια της ισορροπίας και το μοναχικό παράπονο όσων υποφέρουν από τη νόσο βρίσκουν την αρμονική τους έκφραση μέσα σε έναν χορό που είναι εξ ορισμού ακανόνιστος, χωρίς συγκεκριμένο βηματισμό, με κινήσεις νευρικά ασύνδετες και σπασμωδικά μοναχικές.

Ο ζεϊμπέκικος χορός δεν είναι παρά η χορογραφία ενός ανθρώπου που υποδύεται ότι χάνει την ισορροπία του και η νόσος του Πάρκινσον, ούσα η ίδια μια ζωντανή ιστορία ενός ανθρώπου που αγωνίζεται να ισορροπήσει, με τα κοφτά σαν ζεϊμπέκικες πενιές βήματα, αναδεικνύει το «ελάττωμα» και την κινητική υπολειμματικότητα σε χορευτικό χάρισμα εκφραστικής λύτρωσης.

«Σε ποιες εικονογραφίες θα πρέπει να αναζητηθεί το κέντρο του δικού του “δημόσιου τελετουργικού”; Στη δημόσια εικόνα του στις μεγάλες προεκλογικές συγκεντρώσεις, σε ένα μοναχικό ζεϊμπέκικο στο “Χάραμα” ή στο “Περιβόλι τ’ ουρανού”; […] Η λαϊκότητα, ο τριτοκοσμισμός, η θρησκευτικότητα, ο αισθηματισμός αποτέλεσαν σίγουρα μια επικαιρική ατμόσφαιρα που διαχεόταν πλατιά στα λαϊκά στρώματα…», αναρωτιέται και αναλύει σε άλλο σημείο του βιβλίου της η Μυρσίνη Ζορμπά, με τον Νίκο να προσθέτει για το χορό του πατέρα του στο βιβλίο του, το οποίο στα αγγλικά είχε κυκλοφορήσει υπό τον τίτλο «Father Dancing»:

«“Που έχει πάντα συννεφιά”. Ο πατέρας τέντωσε τα χέρια του και έγειρε μπροστά το σώμα του. Λύγισε τα γόνατα και κάθισε αργά, πολύ αργά. Οι κινήσεις του φαίνονταν αγχώδεις, μηχανικές, και η έκφραση στο πρόσωπό του σοβαρή, αλλά σε λίγο, καθώς χαστούκιζε την ξύλινη πίστα με την παλάμη και την ανάποδή της, το ύφος του έγινε κάπως απόμακρο. Τα πόδια του έκλεισαν σαν σκιέρ που κάνει σλάλομ και έπιασε την τσάκιση του παντελονιού του με δυο δάχτυλα, με τον τρόπο που σηκώνει μια γυναίκα τη φούστα της για να περάσει μια λακκούβα νερό... Οταν το τραγούδι τελείωσε, ο πατέρας δεν γύρισε στο τραπέζι. Παρέμεινε σκυφτός με τα μπράτσα τεντωμένα σαν φτερά κουρασμένου πουλιού...».

Ως προς αυτήν τη «σπασμένη φτερούγα», είναι αλήθεια ότι το ζεϊμπέκικο είναι «ο χορός του ελαττώματος» και επειδή ο πόνος του αποκλεισμού και του ελαττώματος εκφράζεται με παρόμοιο τρόπο σ’ όλες τις κοινωνίες, από το ζεϊμπέκικο του φυλακισμένου Πειραιώτη που περιστρέφεται σαν λαβωμένο πουλί κάτω απ’ τους ήχους της ρεμπέτικης πενιάς μέχρι την ανισοσκελή ντρίμπλα του κουτσού Βραζιλιάνου ποδοσφαιριστή, έχω να σημειώσω πως το παρατσούκλι «Γκαρίντσα» σημαίνει στα βραζιλιάνικα «κουτσό πουλί».

Σαν προσταγή και χάδι

Η τελευταία φορά που είδα τον πατέρα μου να χορεύει ζεϊμπέκικο ήταν τον Δεκαπενταύγουστο του 2001, σε ένα γειτονικό σπίτι όπου γιόρταζαν τη Μαρία. «Πού ’σουν, μάγκα, το χειμώνα, πού ’σουν, μάγκα, το χειμώνα, βρε... πού την είχες την κρυψώνα», στρίγγλιζαν τα στερεοφωνικά κι εκείνος χόρευε, με τις χοριοαθετωσικές κινήσεις της νόσου του Parkinson, από την οποία υπέφερε για χρόνια, να μετατρέπουν σε απόκοσμη, ιαμβική μυσταγωγία τη χορογραφία του, με τα κοφτά βήματα κάθε φιγούρας να μπλέκονται με τις σπασμωδικές κινήσεις της νόσου, λες και πάλευε να ξετυλιχθεί από ένα αόρατο χορευτικό πέπλο που γύρευε να τον γκρεμίσει, τυλιγμένον στην ασταθή ισορροπία μιας μεταφυσικής σαγήνης. Καμπτοκορμία και οπισθώθηση, όχι γιατί έτσι επέβαλε ο χορευτικός ρυθμός, αλλά λόγω των ντοπαμινεργικών προταγμάτων της νόσου και της φαρμακευτικής του αγωγής.

Νευρόσπαστες κινήσεις, κοφτές σαν προσταγή και ανάλαφρες σαν χάδι, μια γκρεμισμένη πυραμίδα που παλεύει να ξαναστηθεί όρθια, με εξωπυραμιδικά τινάγματα, στο τσιμεντένιο κέντρο μιας πιλοτής που είχε μεταβληθεί σε πίστα. «Ποτέ μη δίνεις ένα σπαθί σε έναν άνδρα που δεν ξέρει να χορεύει», όπως λέει μια κέλτικη παροιμία. Και εκείνος ο άνδρας ήξερε να χορεύει, τουλάχιστον πριν αρρωστήσει. Τώρα όμως οι φιγούρες του προκαλούσαν, στους συνδαιτυμόνες, περισσότερο αμηχανία παρά συγκίνηση. Η μητέρα μου με παρακαλεί να κλείσω τη μουσική ή να τον κατεβάσω διακριτικά από την «πίστα». Τα ηχεία εξακολουθούν να σπαθίζουν με πενιές τα αυτιά μου: «Ημουνα στη γη βελόνι, ήμουνα στη γη βελόνι, βρε… που πατάς και σ’ αγκυλώνει». Νιώθω πως το έδαφος τον αγκυλώνει, ξέρω πως σε λίγο δεν θα τον κρατάει ούτε θα τον χωράει πια. Ετσι γίνεται με κάθε Ανδρέα, Γιώργο ή Μάκη που χορεύει έτσι…

Αφησα το τραγούδι να τελειώσει και τον πατέρα να χορεύει, με τα 9/8 να στραγγίζουν τις τελευταίες σταγόνες ντοπαμίνης από τα βασικά του γάγγλια. Λίγους μήνες αργότερα, την Κυριακή, 14 Απριλίου του 2002, με τον πατέρα μου να έχει χαθεί πριν από 20 ημέρες, μαζί με τα παραπάνω για τον Γκαρίντσα και το ζεϊμπέκικο των παρκινσονικών, έγραφα για «Το «ελάττωμα» ως πηγή δημιουργίας»:

Ενα από τα συνηθισμένα παρωνύμια της κοινωνίας μας είναι ο χαρακτηρισμός «κοινωνία της ομοιομορφίας». Χαρακτηρισμός απόλυτα δικαιολογημένος, μια και το σύγχρονο κοινωνικό μας πλαίσιο, σε όλες τις εκφάνσεις του υιοθετεί και επιβραβεύει πανομοιότυπους τρόπους έκφρασης και συμπεριφοράς, που οφείλουν να ανταποκρίνονται σε ένα συγκεκριμένο και καθολικά αποδεκτό πρότυπο. Παρά τη στενή επαφή με πολλαπλά, διαφορετικά και ετερόκλιτα πολιτιστικά δεδομένα –που έχει επιφέρει η παγκοσμιοποίηση–, οι σύγχρονες δυτικές ή δυτικοποιημένες κοινωνίες μας αρνούνται (και συχνά φοβούνται) το διαφορετικό, το ασυνήθιστο, το «άλλο».

Οταν μάλιστα αυτή η συλλογική ή η ατομική διαφορετικότητα δεν είναι ένα ιδιότυπο πολιτισμικό χαρακτηριστικό αλλά μια φυσική ιδιαιτερότητα, ένα σωματικό ή ψυχικό (γενετικό ή επίκτητο) «ελάττωμα», τότε η άρνηση και η περιθωριοποίηση αυξάνονται, ενώ πίσω από την επιστρωμένη με συμπόνια ασυνείδητη φοβία μας διαγράφεται η απαίτηση της κοινωνίας για ομοιογένεια, για ομογενοποίηση των αναγκών, των ικανοτήτων και των εκφράσεων.
Αφήνοντας κατά μέρος τα συνηθισμένα ευχολόγια για σεβασμό των ατόμων με «ειδικές ανάγκες» -ή ατόμων με «ειδικές ικανότητες» κατά το πολιτικώς ορθότερο–. θα θέλαμε να αναφέρουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει η κάθε κοινωνία τη φυσική διαφορετικότητα δεν αντανακλά απλώς το επίπεδο της πολιτιστικής της ωριμότητας, αλλά ουσιαστικά προσδιορίζει τις κοινωνικές δυνατότητες για δημιουργία, για έμπνευση και για συνολική πρόοδο.

Το «ελάττωμα» ως πηγή δημιουργίας

Ο περίφημος αρχιτέκτονας Λε Κορμπιζιέ ίσως να μην μπορούσε να εμπνευστεί και να θεμελιώσει την ιδιαίτερη τάση της μοντέρνας αρχιτεκτονικής του αν δεν έχανε την τρισδιάστατη όρασή του, στα 31 του χρόνια, εξαιτίας μίας βλάβης στο αριστερό του μάτι.

Ετσι, αδυνατώντας να προσδιορίσει την τρίτη διάσταση των αντικειμένων, συλλαμβάνοντας την οπτική πραγματικότητα των όγκων με έναν εντελώς δικό του, «ελαττωματικό» τρόπο αίσθησης, δημιούργησε μια ξεχωριστή αρχιτεκτονική τάση, με έντονη πλαστικότητα και ενισχυμένες γλυπτικές αναφορές, που αγωνίζεται να τιθασεύσει τη σύγκρουση των όγκων με το δισδιάστατο επίπεδο και μέσα από τις καμπυλωμένες, τις παραμορφωτικές σαν οπτικούς φακούς, επιφάνειές της μετασχηματίζει το «ελάττωμα» σε δημιουργική αναζήτηση της πληρότητας.

Οι επισκέπτες του Αγίου Ορους έμεναν κατάπληκτοι όταν, παλαιότερα, συναντούσαν τον πρωτοψάλτη της βυζαντινής μουσικής. Ο άνθρωπος αυτός ήταν βραδύγλωσσος. Αυτή του όμως η «ελαττωματική», η ιδιαίτερη ομιλία, η δυσκολία των λέξεων να αρθρωθούν αυτόνομα, η ψυχαναγκαστική επανάληψη ημιτελών συλλαβών, ήταν η πηγή της εκκλησιαστικής του έκφρασης. Ηταν η ιδιαιτερότητα που μεταμόρφωνε το τραύλισμα της ομιλίας σε μελωδικό, θρησκευτικό τερέρισμα, σε ασύγκριτο βυζαντινό ισοκράτημα, σε μοναδική δοξολογία ευχαριστίας και παραπόνου.

Αυτό που η κοινωνία μας ορίζει –συγκρίνοντάς το με το πρότυπο της αυτιστικής φυσιολογικότητάς της– ως «ελάττωμα» ή ως «ιδιαιτερότητα» μπορεί, αν βρει τις κατάλληλες συνθήκες ευκαιρίας, να λειτουργήσει ως πηγή δημιουργίας, έμπνευσης και έκφρασης χαρισματικών δυνατοτήτων.

Από τους τυφλούς μάντεις της αρχαιότητας, που οι θεοί τούς τύφλωναν, ανταμείβοντάς τους με το χάρισμα της αυξημένης μαντικής διαίσθησης, ως τις τραυλές αγγελικές ψαλμωδίες και το μακρύ ζεϊμπέκικο των παρκινσονικών, προβάλλει ανάγλυφα η διαχρονική ανάγκη να επαναδιαπραγματευτούμε τον τρόπο προσδιορισμού του (ομοιόμορφου) «φυσιολογικού» και του (διαφορετικού) «ελαττωματικού», εγκαταλείποντας την αντίληψη της «ελαττωματικότητας του διαφορετικού» και υιοθετώντας μια νέα κοσμοθεωρία που αναδεικνύει τη «διαφορετικότητα του ελαττώματος» σε παράγοντα εμπνευσμένης πολιτιστικής προόδου και δημιουργικής έκφρασης.