Στις 25 Μαΐου 1973, το αντιτορπιλικό «Βέλος» εγκατέλειψε τη στρατιωτική άσκηση του ΝΑΤΟ, στην οποία συμμετείχε μαζί με άλλα πλοία του Πολεμικού Ναυτικού στη Μεσόγειο, ανοιχτά της Σαρδηνίας. Ο κυβερνήτης, Νίκος Παππάς, και το πλήρωμα –6 αξιωματικοί και 25 υπαξιωματικοί– διέφυγαν με το πολεμικό πλοίο στο Φιουμιντσίνο της Ιταλίας, όπου ζήτησαν πολιτικό άσυλο, καταγγέλλοντας το χουντικό καθεστώς.

Η αιφνιδιαστική αυτή κίνηση των μελών του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού σχολιάστηκε έντονα από τα διεθνή μέσα της εποχής και έπληξε σημαντικά την εικόνα και το γόητρο του καθεστώτος.

Ύστερα από πολυήμερες διαπραγματεύσεις, τελικά οι ιταλικές Αρχές παραχώρησαν πολιτικό άσυλο στους ναυτικούς, οι οποίοι έμειναν εκεί ως πολιτικοί εξόριστοι, ενώ στην Ελλάδα θεωρούνταν λιποτάκτες.

Η ανταρσία του «Βέλος» δεν ήταν μεμονωμένη απόφαση των συγκεκριμένων ναυτικών. Αντιθέτως, έδρασαν στο πλαίσιο του Κινήματος του Ναυτικού, το οποίο οργανώθηκε από εκατοντάδες ακόμα μέλη (αξιωματικών και υπαξιωματικών) του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, με στόχο την ανατροπή της Χούντας των Συνταγματαρχών.

Το Κίνημα του Ναυτικού

Το Κίνημα του Ναυτικού ξεκίνησε ήδη από τις πρώτες μέρες επιβολής της δικτατορίας στην Ελλάδα. Τα αρχικά σχέδια του Κινήματος περιελάμβαναν την κατάληψη της Κρήτης και τη δημιουργία προσωρινής κυβέρνησης στο νησί, ή ακόμα και την απαγωγή του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου. Ωστόσο, κανένα από τα δύο σχέδια δεν ευδοκίμησε.

Το αμέσως επόμενο σχέδιο των ναυτικών ήταν ο αποκλεισμός του Πειραιά και η κατάληψη της Σύρου, με τη βοήθεια μάλιστα του Σπύρου Μουστακλή, ο οποίος εκείνη την περίοδο υπηρετούσε ως φρούραρχος στο νησί. Αρχικά είχε προγραμματιστεί για τις 3 Απριλίου 1973, αλλά τελικά ως ημερομηνία εκτέλεσης του σχεδίου ορίστηκε η 23η Μαΐου.

Μία μέρα πριν από την εκδήλωσή του, το Κίνημα του Ναυτικού προδόθηκε. Το βράδυ της 22ας Μαΐου τα μέλη του δικτατορικού καθεστώτος έμαθαν τι επρόκειτο να συμβεί και προέβησαν σε μαζικές συλλήψεις αξιωματικών. Οι ναυτικοί, αφού πρόλαβαν να ειδοποιήσουν όσα πλοία δεν είχαν φτάσει κοντά στον Πειραιά ότι «το σχέδιο αναβάλλεται», οδηγήθηκαν στα κρατητήρια της ΕΑΤ-ΕΣΑ, όπου και βασανίστηκαν. Χαρακτηριστική μάλιστα είναι η ιστορία του Σπύρου Μουστακλή, ο οποίος μετά τον φρικτό βασανισμό του από μέλη της ΕΑΤ-ΕΣΑ έμεινε παράλυτος.

Το αντιτορπιλικό «Βέλος» και το πλήρωμά του έπλευσε προς τη Σαρδηνία, προκειμένου να συμμετάσχει σε στρατιωτική άσκηση του ΝΑΤΟ. Όταν, όμως, έφτασαν τα νέα από τις συλλήψεις των συντρόφων τους, αποφάσισαν να αναλάβουν δράση. Έτσι, αποχώρησαν από τη νατοϊκή άσκηση και διέφυγαν στην Ιταλία.

Ως πολιτικοί εξόριστοι πλέον στη γείτονα χώρα παραχώρησαν δεκάδες συνεντεύξεις Τύπου, με στόχο να κάνουν γνωστά τα εγκλήματα της Χούντας των Συνταγματαρχών, δημοσιεύοντας επίμαχα ντοκουμέντα. Αν και το στρατιωτικό καθεστώς προσπάθησε να υποβαθμίσει τις εν λόγω καταγγελίες, πιστεύεται, μέχρι και σήμερα, ότι το Κίνημα του Ναυτικού έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη φθορά της εικόνας του προς τα έξω.

Συνολικά, από τις συλλήψεις της Χούντας την 23η Μαΐου, φυλακίστηκαν 63 αξιωματικοί του ναυτικού, 5 αεροπόροι, 5 του στρατού ξηράς και 6 πολίτες. Έως τις 27 Αυγούστου και παρότι αρχικά ανακοινώθηκε η παραπομπή τους σε στρατοδικείο, οι περισσότεροι αφέθηκαν ελεύθεροι, ενώ δεν στοιχειοθετήθηκε κατηγορία για προσαγωγή τους σε δίκη. Τους επιβλήθηκε, ωστόσο, η πειθαρχική ποινή της απόταξης, η οποία και ακυρώθηκε μετά την πτώση της χούντας, στις 24 Ιουλίου του 1974.

Το «Βέλος» έγινε Μουσείο Αντιδικτατορικού Αγώνα

Στις 26 Μαρτίου 1991 το «Βέλος» παροπλίστηκε και τρία χρόνια μετά το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό το ανακήρυξε μουσείο για τον αγώνα ενάντια στη δικτατορία και το πλοίο αγκυροβόλησε στον Πόρο. Στις 14 Δεκεμβρίου 2000 μεταφέρθηκε στη ναυτική βάση της Σαλαμίνας για την επισκευή και ανάπλασή του σε επισκέψιμο ναυτικό μουσείο και στις 26 Ιουνίου 2002 αγκυροβόλησε στο Πάρκο Ναυτικής Παράδοσης στο Παλαιό Φάληρο ως επισκέψιμο Μουσείο Αντιδικτατορικού Αγώνα.

Στις 7 Σεπτεμβρίου 2017 έπλευσε για τον Ναύσταθμο Σαλαμίνας για να επισκευαστεί και να συντηρηθεί και δύο χρόνια μετά αγκυροβόλησε στη Θεσσαλονίκη, όπου παραμένει μέχρι σήμερα και λειτουργεί ως μουσείο.