Αν ο Πειραιάς είναι η καρδιά του λιμανιού, τότε η Τρούμπα ήταν κάποτε η… σκοτεινή πλευρά της Σελήνης του. Όχι γιατί δεν είχε φως –είχε μπόλικες νέον επιγραφές και κόκκινα φανάρια– αλλά γιατί εκεί έβρισκες μια άλλη Ελλάδα, πιο ωμή, πιο καπνισμένη, πιο… «βιωματική».

Η Τρούμπα δεν πήρε το όνομά της από κάποιον ντόπιο με φαντασία, αλλά από μια αντλία νερού –«troumpa»– που έφερνε νερό στα πλοία όταν ο Πειραιάς ήταν ακόμη λάσπη με προοπτική. Κάπου ανάμεσα στη βρυσούλα και τη βιομηχανική επανάσταση, άρχισαν να καταφθάνουν καράβια, ναύτες, λιμενεργάτες και μια γενικότερη διάθεση… εξωστρέφειας. Εκεί χτίστηκε σιγά-σιγά ένα οικοσύστημα νυχτερινής επιβίωσης: καμπαρέ, μπαρ, μαγαζιά με σκοτεινά δωμάτια και ακόμα πιο σκοτεινές προθέσεις.

Μέχρι τα μέσα του ’60, η Τρούμπα δεν ήταν απλώς μια γειτονιά – ήταν εμπειρία. Είχε πάνω από εκατό μαγαζιά που δεν ήξερες αν μπήκες για να πιεις ποτό, να δεις μουσική παράσταση ή να αναθεωρήσεις τη ζωή σου. Λένε πως ακόμα και η Αστυνομία Ηθών, όταν έμπαινε για έλεγχο, έβγαινε μεθυσμένη και χρεωμένη. Και πού να μην είχαν και την ταμπέλα «Κεντρικόν Καμπαρέ» πάνω από την πόρτα.

Όταν έδεναν στον Πειραιά τα καράβια του 6ου Αμερικανικού Στόλου, η Τρούμπα έπαιρνε φωτιά. Οι ντόπιοι έλεγαν «ήρθε το δολάριο» κι οι ναύτες έλεγαν «came for culture, stayed for trouble». Όλο το λιμάνι μιλούσε σπαστά αγγλικά με ελληνική φινέτσα τύπου «sit down, whisky, dancing?». Και μη νομίζεις πως αυτά ήταν μόνο για τους αλλοδαπούς – ο ντόπιος, ο κανονικός Πειραιώτης, κατέβαινε κι αυτός για μια βόλτα, να δει τον κόσμο. Κι ας έβλεπε και δυο πράγματα παραπάνω.

Και βέβαια, μέσα σε όλο αυτό το πανηγύρι, ξεφύτρωσαν και οι θρύλοι. Πρώτη και καλύτερη, η Ρόζα η Πειραιώτισσα – γυναίκα με το δικό της άρωμα (έντονο), το δικό της τραπέζι (μόνιμο) και τους δικούς της κανόνες. Δεν ήταν απλώς μια «ντάμα της νύχτας». Ήταν θεσμός. Κάτι σαν το ΙΚΑ της Τρούμπας: μπορεί να καθυστερούσε λίγο, αλλά πάντα πλήρωνε στο τέλος. Οι παλιοί λένε πως είχε ένα βλέμμα που μπορούσε να διώξει πελάτη ή να τον παντρέψει, ανάλογα με τη φάση του φεγγαριού.

Η Τρούμπα όμως δεν έμεινε μόνο στα χείλη των θαμώνων. Πέρασε και στην ιστορία του κινηματογράφου – ή μάλλον, μπήκε ολόκληρη σε καρέ. Το «Κορίτσι της Τρούμπας» με την Τζένη Καρέζη, το 1963, δεν ήταν απλώς μια ταινία – ήταν σχεδόν ντοκουμέντο. Για πρώτη φορά, η Ελλάδα έβλεπε τον εαυτό της χωρίς φτιασίδια. Ναι, η Καρέζη ήταν κομψή και καθαρή σαν υγειονομικός έλεγχος, αλλά η υπόλοιπη Τρούμπα φαινόταν όπως ήταν: καμπαρντίνα, υγρασία και λαϊκό μπρίο.

Και μετά, ήρθαν οι «καθαρές μέρες»

Η δικτατορία έκλεισε τα μαγαζιά, έδιωξε τους «ανήθικους», έσβησε τα φώτα. Η Τρούμπα μαζεύτηκε – όχι από ντροπή, αλλά από πολιτική παρέμβαση. Έμειναν μόνο οι αναμνήσεις, κάτι γκράφιτι και οι γεροντότεροι που, όταν περνάνε από την Καραΐσκου, χαμογελούν σιωπηλά σαν να περνούν από σκηνικό που κάποτε έπαιξαν ρόλο.

Σήμερα, η Τρούμπα ξαναπαίρνει μπρος, αλλά με άλλη ματιά. Περισσότερο για τα cocktails και τα after office drinks, λιγότερο για τα «σκοτεινά δωμάτια» του παρελθόντος. Οι πιτσιρικάδες βγαίνουν φωτογραφία μπροστά από μαγαζιά που κάποτε είχαν κουρτίνα στην είσοδο και… δεύτερη ζωή από πίσω.

Μπορεί η παλιά Τρούμπα να είναι παρελθόν, αλλά κάτι από το πειραιώτικο θράσος, το λαϊκό μπρίο και το νυχτερινό φως της έμεινε στο DNA της. Κι αν περάσεις νύχτα, μπορεί να σου φανεί πως ακόμα ακούς το σαξόφωνο από κάποιο παλιό καμπαρέ.

Γιατί η Τρούμπα ήταν, και είναι, Πειραιάς. Χωρίς φίλτρα, χωρίς χρυσόσκονη. Μια γωνιά της Ελλάδας που έζησε τη νύχτα χωρίς να τη φοβάται.