Σαν σήμερα, 26 Νοεμβρίου 1864, ο 32-χρονος Charles Luthwidge Dodgson (γνωστός ως Lewis Carroll) παρέδωσε στην 12χρονη τότε Alice Liddell το χειρόγραφο «Alice's Adventures Under Ground», το πρώτο βήμα προς την απόλυτη φανταστική χώρα. Η ιστορία είχε γεννηθεί δύο χρόνια νωρίτερα, το 1862, κατά τη διάρκεια μιας καλοκαιρινής βόλτας με βάρκα στη ροή του Isis (παραπόταμος του Τάμεση), όταν ο Dodgson, «τυφλωμένος» από την παιδική φαντασία, άρχισε να αφηγείται ιστορίες για κορίτσια που έπεφταν σε λαγότρυπες. Εκείνη την ημέρα κανείς δεν φανταζόταν πως ο Carroll θα άνοιγε την....πύλη σε έναν κόσμο όπου η λογική θα χόρευε καμιά φορά τα δικά της και το παράλογο θα αποκτούσε δικά του σημεία αναφοράς.

Με άλλα λόγια, η μικρή Αλίκη δεν έλαβε ένα απλό βιβλιαράκι, έλαβε έναν κόσμο ολόκληρο. Έναν κόσμο όπου οι γάτες εξαφανίζονται αφήνοντας μόνο ένα χαμόγελο, οι βασίλισσες διατάζουν αποκεφαλισμούς με θεατρικό ύφος, και η λογική παίρνει αναστολή. Αυτό το αρχικό χειρόγραφο, γεμάτο ιδιορρυθμίες, παρατηρήσεις και μαγικά άλματα σκέψης, ήταν η πρώτη μορφή της «Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων», πριν γίνει το εικονογραφημένο φαινόμενο που θα άλλαζε για πάντα την παιδική λογοτεχνία και θα ενέπνεε γενιές καλλιτεχνών.

Πίσω όμως από το παιχνίδι και το παραμύθι υπήρχε και κάτι ακόμη, μια διανοητική ανησυχία ιδιαιτέρως σπάνια για την εποχή της. Ο Carroll είχε την τάση να παρατηρεί τις λεπτομέρειες της αντίληψης με σχεδόν επιστημονική εμμονή. Κάποιοι βιογράφοι μιλούν ακόμη και για συμπτώματα επιληψίας που ίσως επηρέασαν τον τρόπο που έβλεπε τον χώρο, μια πιθανή ερμηνεία για το περίφημο «μεγαλώνω-μικραίνω» που χαρακτηρίζει την περιπέτεια της Αλίκης. Ανεξάρτητα από τις θεωρίες, εκείνη η ευαισθησία στην παραμόρφωση της πραγματικότητας ενίσχυσε το παράλογο και τη γοητεία του έργου.

Το χειρόγραφο που έλαβε η μικρή Liddell ήταν το καλύτερο «αντίδοτο» στον διδακτισμό που καιροφυλακτεί όταν κάποιος απευθύνεται σε παιδιά. Ήταν ένα παιχνίδι. Ένα καλειδοσκόπιο μεταξύ ονείρου και λογικής. Και γι’ αυτό ακριβώς έγινε παγκόσμιο, επειδή έδωσε χώρο στο παράλογο να αναπνεύσει και στο παιδί να αναρωτηθεί. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, η «Αλίκη» γνώρισε αναγνώσεις όλων των ειδών, φιλοσοφικές, ψυχαναλυτικές, ακόμη και πολιτικές. Κάθε γενιά έβλεπε μέσα της κάτι δικό της, από τον φόβο του άγνωστου, την αγωνία της αλλαγής, το υφάκι της εφηβείας μέχρι το «απλοϊκό» παιδικό χάος που δεν μπαίνει ποτέ σε τάξη.

Κι έτσι, από ένα δώρο σε ένα κορίτσι, γεννήθηκε μια αφήγηση που δεν διαβάζεται ποτέ με τον ίδιο τρόπο. Η Αλίκη δεν είναι μόνο η ηρωίδα που κυνηγά έναν λαγό. Είναι το κομμάτι μέσα μας που θέλει να σκαρφαλώσει σε μια τρύπα, να χαθεί και να βγει πάλι έξω λίγο διαφορετικό.

Και ίσως αυτό να είναι το μεγαλύτερο θαύμα της Χώρας των Θαυμάτων...ότι, 163 χρόνια μετά, εξακολουθεί να μας αλλάζει μέγεθος.