Δεν υπήρχε Facebook event, ούτε RSVP, ούτε VIP λίστα. Υπήρχε μόνο μια ανοιχτή πρόσκληση από έναν τύπο με χαμόγελο, ριγέ πουκάμισο και χαμηλό προφίλ, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη. Και υπήρχε και μια παραλία: η πλαζ της Βουλιαγμένης.

Σαν σήμερα, στις 25 Ιουλίου του 1983, έγινε το «Πάρτι στη Βουλιαγμένη». Και ναι – ήσουν εκεί. Ή αν δεν ήσουν, κάποιος σου έχει πει τόσες φορές γι’ αυτό, που νομίζεις πως ήσουν.

Μιλάμε για μια νύχτα που θες να την περιγράψεις, αλλά σου ξεφεύγει, όπως το νερό απ’ τα μαλλιά όταν βγαίνεις απ’ τη θάλασσα. Δεν ήταν ούτε συναυλία ούτε φεστιβάλ – ήταν μια ατμόσφαιρα.


Ήταν οι 85.000 -κάποιοι λένε 100.000- άνθρωποι που κατέβηκαν από κάθε γωνιά της Αθήνας, φορώντας σαγιονάρα και προσδοκία. Ήταν το «Ένα φιλάκι είναι λίγο» που το τραγουδούσε ολόκληρη η παραλία με μια φωνή.

Ο Κηλαηδόνης ήταν ο πρώτος που έβγαλε τις συναυλίες από τα γήπεδα (χαρακτηριστικό των πολιτικών συναυλιών της Μεταπολίτευσης) και τις ενέταξε σε φυσικούς χώρους. Μετά έγινε συρμός.

Οι αστοί χόρευαν. Οι οικογένειες έστρωναν πετσέτες δίπλα σε φοιτητές, και οι παλιοί ροκάδες δίπλα σε πιτσιρίκια που νόμιζαν πως πάνε απλώς για μπάνιο. Ήταν η εποχή που η Ελλάδα έψαχνε τη φωνή της και την έβρισκε στη μουσική.

Ο ίδιος το είχε ονομάσει «Πάρτι στη Βουλιαγμένη» με τη χαλαρότητα, σαν να έλεγε «θα βγω για ένα ποτάκι».


Αλλά είχε φτιάξει ολόκληρη παραγωγή μέσα στη θάλασσα – με σκηνή-σχεδία, φώτα, ηχεία, και τον ίδιο να τραγουδάει χωρίς ίχνος σταριλίκι. Τον πλαισίωναν μουσικοί όπως οι Μάνου, Σαββόπουλος, Νταλάρας, Μαντώ – αλλά κι εκεί να μην ήταν κανείς τους, πάλι θα μιλούσαμε για το ίδιο πάρτι.

Οι εφημερίδες το έγραψαν σαν πολιτισμικό φαινόμενο. Οι πιο σοβαροφανείς το κοίταξαν με καχυποψία. Οι γονείς σου ίσως να το θυμούνται ακόμα. Αλλά όσοι βούτηξαν εκείνο το βράδυ, όσοι χόρεψαν με την άμμο να τρίζει στα δάχτυλα, όσοι τραγούδησαν το «Αχ, πατρίδα μου γλυκιά» βλέποντας τον ήλιο να πέφτει πίσω απ’ τη σκηνή, εκείνοι ήξεραν: αυτό δεν ήταν συναυλία. Ήταν μια εποχή συμπυκνωμένη σε ένα βράδυ.

Σήμερα, όταν λέμε «καλοκαίρι», το μυαλό πάει αυτόματα εκεί. Όχι επειδή νοσταλγούμε – αλλά γιατί ήταν αληθινό. Δεν είχε σπόνσορες.
Δεν είχε influencers. Είχε μόνο ανθρώπους. Και τον Λουκιανό, με το χαμόγελο του τύπου που ήξερε πως δεν θα ξανασυμβεί ποτέ κάτι τέτοιο, ακριβώς έτσι.

Και είχε δίκιο. Ο ίδιος το είπε καλύτερα από όλους, χρόνια μετά:
«Δεν ήταν μια συναυλία. Ήταν ένα πάρτι. Και ήρθαν όλοι».