Σαν σήμερα το 1948, στη γειτονιά του Κυπριάδου, γεννιόταν ο Παύλος Σιδηρόπουλος. Από μικρός δεν του πήγαινε η «ευθεία γραμμή». Μεγάλωσε μέσα σε μια αστική οικογένεια με βαρύ όνομα –ήταν δισέγγονος του Ζορμπά, του γνωστού ήρωα του Καζαντζάκη, και ανιψιός της Έλλης Αλεξίου, γνωστής συγγραφέως. Μα ο ίδιος, όσο και να ήθελε να αγαπήσει τον κόσμο που τον γέννησε, δεν ένιωθε ποτέ του «μέσα».

Ο Παύλος θα σπουδάσει μαθηματικός, αλλά τα μαθηματικά του ήταν άλλα. Από τα πρώτα του φοιτητικά χρόνια ψάχνει τις νότες που εκφράζουν τον εσωτερικό του αναβρασμό. Και καθώς οι δεκαετίες αλλάζουν –τέλη ’60, αρχές ’70– και η Ελλάδα παλεύει με τις πληγές της Χούντας, εκείνος ψάχνει να βρει έναν ήχο που να χωράει την ψυχή του. Και τον βρίσκει.

Από τους «Δάμων και Φιντίας» στον «Φλου»

Ξεκινά μουσικά με τους Damon and Phintias (ή Δάμων και Φιντίας), ένα ντουέτο με τον Παντελή Δεληγιαννίδη. Θα ακολουθήσουν το Αδερφάτο της Φωτιάς, το συγκρότημα Σπυριδούλα, οι Απροσάρμοστοι. Αλλά το 1979, με τον δίσκο Φλου (σε συνεργασία με τους Σπυριδούλα), ο Σιδηρόπουλος αφήνει ανεξίτηλο αποτύπωμα στην ελληνική μουσική. Δεν ήταν απλώς ένας ροκ δίσκος. Ήταν μια κραυγή. Ένα μείγμα από δυτικό ήχο, ρεμπέτικη πίκρα και νεοελληνικό παράπονο. Το τραγούδι «Ο Ντίλαν της Κυψέλης», όπως τον αποκαλούσαν ειρωνικά κάποιοι, απάντησε με στίχους όπως: «Είμαι ένας άνθρωπος απλός, μ’ αδυναμίες και κακίες». Δεν προσποιήθηκε ποτέ τον ήρωα. Ούτε τον προφήτη. Έλεγε μονάχα την αλήθεια του.

Ένας ροκ καλλιτέχνης με ρεμπέτικη ψυχή

Η μοναδικότητα του Παύλου ήταν πως μπόρεσε να ενώσει δύο κόσμους που ως τότε θεωρούνταν ξένοι: το ροκ και το ρεμπέτικο. Δεν ήταν απλώς μουσικό πείραμα – ήταν υπαρξιακή θέση. Έλεγε: «Το ρεμπέτικο είναι το μπλουζ της Ελλάδας». Συνεργάστηκε με τον Βασίλη Βασιλειάδη, την Μπέλλου, τον Μάνο Χατζιδάκι (στο Καπετάν Μιχάλης) και με πλήθος νεότερων μουσικών. Έπαιξε σε θέατρα, κινηματογράφους, μικρές σκηνές, ταράτσες, φυλακές. Πάντα με την ίδια ένταση.

Να μ’ αγαπάς – και να με συγχωρείς

Το 1985 γράφει το «Να μ’ αγαπάς». Ένα τραγούδι που ακόμη και σήμερα μπορεί να κόψει την ανάσα. Ένα ερωτικό, εξομολογητικό, σχεδόν μεταφυσικό τραγούδι. Ο Παύλος μιλούσε συχνά για τον έρωτα, αλλά πάντα με μια τρυφερότητα που δεν περίμενες από έναν «ροκά». Δεν έκανε ποτέ του τον σκληρό. Το τραγούδι γίνεται ύμνος για γενιές που δεν είχαν γεννηθεί καν όταν εκείνος το ηχογραφούσε.

Το σκοτεινό ποτάμι

Η ζωή του, όμως, δεν ήταν μόνο μουσική. Από τη δεκαετία του ’70, παλεύει με τον εθισμό. Ο ίδιος δεν τον έκρυψε ποτέ. Μιλούσε δημόσια γι’ αυτό. Έγραφε, τραγουδούσε, κατέθετε. Δεν ζήτησε ποτέ να τον θεωρήσουν παράδειγμα. Αντίθετα, προτιμούσε να είναι «ο εαυτός του», ακόμα κι αν αυτό σήμαινε πόνο.

Το 1990, ενώ ετοιμάζει νέο υλικό και φαίνεται να έχει διάθεση να επιστρέψει δυναμικά, χάνει τελικά τη μάχη. Στις 6 Δεκεμβρίου 1990 πεθαίνει από υπερβολική δόση ηρωίνης. Ήταν μόλις 42 ετών. Η κηδεία του έγινε σε στενό οικογενειακό κύκλο, με λίγους φίλους και πολλούς θρήνους.

Κι όμως ‒όσο κι αν «έφυγε»‒ ο Παύλος δεν έλειψε ποτέ. Οι στίχοι του, η φωνή του, τα βίντεο από τις εμφανίσεις του, οι μνήμες, όλα μένουν. Σήμερα... τα τραγούδια του παίζονται ακόμα. Οι νέες γενιές τον ανακαλύπτουν όπως τότε: τυχαία, από στόμα σε στόμα, από έναν στίχο που σε καρφώνει, από μια κιθάρα που μοιάζει να σου μιλάει κατευθείαν. Στα υπόγεια και στις ταράτσες, στα ακουστικά και στα live, ο Παύλος είναι παρών. Ήταν «ανυπότακτος, ρομαντικός, ευάλωτος», όπως έγραψε κάποτε ο φίλος του ο Βασίλης. Ήταν εκείνος που τραγούδησε για την ήττα χωρίς να νικηθεί.

Κι αν υπάρχει κάτι που δεν έσβησε, είναι αυτό:
«Να μ’ αγαπάς… όσο μπορείς να μ’ αγαπάς»