Σαν σήμερα, στις 19 Ιουλίου του 2021, η Ελλάδα αποχαιρετούσε έναν μύθο. Ο Τόλης Βοσκόπουλος, ο αξεπέραστος «Πρίγκιπας» του ελληνικού τραγουδιού, έφυγε από τη ζωή ξαφνικά, από ανακοπή καρδιάς, σε ηλικία 81 ετών. Και ήταν μια από εκείνες τις ειδήσεις που μοιάζουν απίθανες, σαν να φεύγει κάτι που νόμιζες ότι θα είναι πάντα εκεί.
Έφυγε νωρίς το πρωί, στο 251 Γενικό Νοσοκομείο Αεροπορίας. Δεν πρόλαβε να κλείσει τα 82 του – είχε γεννηθεί 26 Ιουλίου του 1940 στην Κοκκινιά, από οικογένεια Μικρασιατών προσφύγων. Δέκα αδέρφια, δύσκολα χρόνια, αλλά εκείνος από μικρός ήξερε: ή θα γίνει τραγουδιστής ή τίποτα. Κι έγινε. Όχι απλώς τραγουδιστής. Έγινε σύμβολο.
Η πρώτη του εμφάνιση στη σκηνή ήταν στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Μέχρι να μπει η δεκαετία του ’70, είχε ήδη χτίσει έναν μύθο. Ήταν ο πρώτος τραγουδιστής στην Ελλάδα που δεν φοβήθηκε να βάλει θέατρο μέσα στο λαϊκό τραγούδι. Έμπαινε στην πίστα σαν να έβγαινε στη σκηνή της Επιδαύρου. Κοστούμι, χειρονομίες, παύσεις – τίποτα δεν ήταν τυχαίο. Και το κοινό τον λάτρευε, γιατί ποτέ δεν ένιωθε πως έβλεπε απλώς έναν καλλιτέχνη. Έβλεπε έναν άνθρωπο που τους τραγουδούσε με την ψυχή του.
Είχε γράψει ιστορία και στον κινηματογράφο, κυρίως στη δεκαετία του ’60 και του ’70, από τις ταινίες της Finos Film, ως τα μιούζικαλ όπου τραγουδούσε και ερμήνευε, πάντα με εκείνο το ηχόχρωμα που σε έκανε να λες: «Αυτός είναι ο Τόλης». Τραγούδια όπως «Αγωνία», «Περασμένες μου αγάπες», «Να κάνουμε έναν έρωτα», «Στοιχηματίζω», άφησαν εποχή – και συνεχίζουν.
Τον φώναζαν «πρίγκιπα» όχι τυχαία. Είχε ένα αρχοντικό στιλ, καμία φορά λίγο μελό, καμία φορά υπερβολικό, αλλά πάντα δικό του. Δεν αντιγράφτηκε ποτέ, γιατί δεν γινόταν. Ο Ζαμπέτας έλεγε πως «ανεβαίνει στην πίστα και την καταπίνει». Ο Πάριος πως «είναι ο μόνος σταρ που γέννησε η Ελλάδα». Δεν ήταν υπερβολές. Ήταν διαπιστώσεις.
Τον αγάπησαν οι γυναίκες, τον ζήλεψαν οι άντρες, τον παραδέχτηκαν οι πιο δύσκολοι μουσικοί. Κι όσο κι αν άλλαζαν οι εποχές, ο Τόλης δεν έγινε ποτέ «παλιός», γιατί είχε τον τρόπο να κάνει το λαϊκό τραγούδι διαχρονικό, χωρίς να το κάνει δήθεν.
Η πολιτεία τον τίμησε με κηδεία δημοσία δαπάνη, στις 21 Ιουλίου στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Η Αθήνα τον αποχαιρέτισε με λουλούδια, χειροκροτήματα και με το τραγούδι που του ταίριαζε περισσότερο: ένα «αντίο» που δεν μοιάζει τελειωτικό. Γιατί ο Τόλης δεν «έφυγε». Απλώς πέρασε στη σφαίρα των διαχρονικών.
Και κάπως έτσι, σαν σήμερα, σιώπησε μια φωνή που δεν έμοιαζε με καμία. Αλλά όχι για πολύ. Αρκεί να βάλεις ένα τραγούδι του και θα τον ακούσεις ξανά.