Ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας, για άλλη μια φορά, εμφανίστηκε στη Βουλή όχι για να προτείνει, αλλά για να καταγγείλει. Με ύφος δασκάλου άλλης εποχής, επανέλαβε το γνωστό αφήγημα περί «ΝΑΤΟϊκών εξοπλισμών», «ιμπεριαλιστών» και «κατοχής», σαν να μη μεσολάβησαν δεκαετίες από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Αντί να συζητήσει σοβαρά για την ασφάλεια, τη γεωπολιτική θέση και τα συμφέροντα της Ελλάδας, περιορίστηκε σε συνθήματα που θυμίζουν προεκλογική συγκέντρωση σε λαϊκή γειτονιά της δεκαετίας του ’70.
Η ομιλία του δεν είχε ούτε ένα συγκεκριμένο επιχείρημα για το πώς η χώρα πρέπει να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της εποχής. Όλα ήταν μια ατέλειωτη παράθεση καταγγελιών, χωρίς πρόταση, χωρίς ρεαλισμό, χωρίς επίγνωση του διεθνούς περιβάλλοντος. Ο αρχηγός του ΚΚΕ επιμένει να βλέπει την Ελλάδα ως «θύμα των μεγάλων δυνάμεων», αδιαφορώντας για το γεγονός ότι η χώρα σήμερα συμμετέχει ισότιμα σε διεθνείς συμμαχίες και καθορίζει με υπευθυνότητα τη θέση της στον παγκόσμιο χάρτη.
Η στάση του απέναντι στην κυβέρνηση αγγίζει τα όρια της εμμονής. Αντί να αναγνωρίσει έστω και μία εθνική επιτυχία, προτιμά να καταγγέλλει τα πάντα: από τις αμυντικές συμφωνίες έως την ανθρωπιστική βοήθεια στην Ουκρανία ή τη διπλωματική παρουσία στη Μέση Ανατολή. Για τον Κουτσούμπα, κάθε πρωτοβουλία είναι «προδοσία», κάθε διεθνής συνεργασία «υποταγή». Ένας πολιτικός εγκλωβισμένος σε ιδεολογικά στερεότυπα που δεν εμπνέουν κανέναν πέρα από τον κομματικό του μικρόκοσμο.
Ο ΓΓ του ΚΚΕ δεν εκπροσωπεί την «φωνή των εργαζομένων», αλλά τη φωνή της μόνιμης άρνησης. Σε μια περίοδο που η Ελλάδα προχωρά με σταθερότητα και διεθνές κύρος, ο Κουτσούμπας παραμένει κολλημένος σε ένα παρελθόν που οι περισσότεροι Έλληνες έχουν αφήσει πίσω. Και όσο επιμένει να μιλά σαν να βρισκόμαστε στο 1950, τόσο περισσότερο εκτίθεται ως πολιτικός που αρνείται να δει τη σύγχρονη πραγματικότητα.