πισίνα (η) 1. κατασκευή για τη συγκέντρωση πόσιμου νερού για τα ζώα ή για πλύσιμο ρούχων και άλλες οικιακές εργασίες, «πριν την υδροδότηση κάθε σπίτι στο χωριό είχε και μια πισίνα», ΣΥΝ γούρνα, δεξαμενή, 2. χώρος έκφρασης προσδοκιών για επανάσταση και κοινωνική αλλαγή, «είπαμε να πάρουμε τις κιθάρες μας και να μαζευτούμε να τραγουδήσουμε τα αντάρτικα αλλά δεν συμφωνούσαμε ποια πισίνα ήταν η καταλληλότερη»

Ο Στέφανος με τα κολλητά ρούχα ως πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύει για άλλη μια φορά την αδυναμία της σάτιρας να δημιουργήσει κάτι πιο αστείο από την ίδια την πραγματικότητα της ελληνικής ανανεωτικής - ριζοσπαστικής Αριστεράς. Μια πραγματικότητα στην οποία οι σύντροφοι, αφού επέλεξαν για ηγέτη τους έναν επιχειρηματία με θολό οικονομικό παρελθόν και εξίσου θολό οικονομικό παρόν, κάτοικο και ιδιοκτήτη διαμερίσματος αξίας 1,7 εκατομμυρίων ευρώ στο Κολωνάκι, τώρα υπερασπίζονται την παράνομη πισίνα του σπετσιώτικου εξοχικού του, την ώρα που εκείνος απολαμβάνει τις διακοπές του στη Μύκονο. Μόνο που η συγκεκριμένη σάτιρα δεν περιορίζεται στην αυτοσαρκαστικά αυτοαποκαλούμενη «προοδευτική παράταξη». Περιλαμβάνει και τις αρμόδιες υπηρεσίες ενός κράτους τόσο ξεχαρβαλωμένου που επιτρέπει σε όποιον γουστάρει να βαφτίζει «καλλωπισμένη παλαιότερη δεξαμενή νερού» την πισίνα του σε οικισμό στον οποίο οι πισίνες απαγορεύονται. 

Υπεράσπιση 

Κατά τη γνώμη μου, οι σύντροφοι πρέπει να υπερασπιστούν με ακόμα μεγαλύτερο πάθος την πισίνα του αρχηγού τους και να καταγγείλουν πως ο μόνος λόγος για τον οποίο οι πισίνες είναι παράνομες στις Σπέτσες είναι για να μην έχουν πού να τραγουδήσουν τα αντάρτικα οι προοδευτικοί πολίτες του νησιού. 

Μάλλον αλήθεια θα είναι 

Δεν ξέρω αν η συντρόφισσα Λινού «προσφέρει υπηρεσίες στο σύστημα Μητσοτάκη επ’ αμοιβή», όπως ισχυρίζεται δημοσίευμα. Καταλαβαίνω όμως ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να θεωρεί το δημοσίευμα εντελώς ψευδές και συκοφαντικό για την τομεάρχη Υγείας. Διαφορετικά ο αψύς Σφακιανός που το αναπαράγει θα είχε ήδη διαγραφεί από το κόμμα. 

Πραγματικότητες 

Εκνευρίζομαι κάθε φορά που στις συγκρούσεις οπαδών των άκρων οι δημοσιογράφοι αναγνωρίζουν τους ακροδεξιούς, αλλά αρνούνται να αναγνωρίζουν τους ακροαριστερούς και επιλέγουν να τους αποκαλούν «αντιφασίστες». Κυρίως επειδή με κάνει και σκέφτομαι πως αν οι δημοσιογράφοι μπορούσαν να περιγράψουν την πραγματικότητα απαλλαγμένοι από τα ταμπού, τις ιδεοληψίες και τα κλισέ στα οποία είναι εγκλωβισμένοι, ίσως η πραγματικότητα να ήταν λίγο καλύτερη.