μολότοφ (η) 1. εμπρηστική βόμβα που εκτοξεύεται για να σκοτώσει «τρεις συμπολίτες με βαριά ψυχολογικά προβλήματα αποπειράθηκαν να κάψουν ζωντανό έναν αστυνομικό πετώντας του μια μολότοφ» 2. αθώο αξεσουάρ διαμαρτυρίας «κάθε προοδευτικός άνθρωπος φρίττει βλέποντας τη χούντα Μητσοτάκη να κυνηγάει πολίτες οι οποίοι το μόνο που έκαναν ήταν να διαμαρτυρηθούν πετώντας μερικές μολότοφ»
Η επίθεση με σκοπό τη δολοφονία του αστυνομικού, που η υπηρεσία του ήταν η φύλαξη της προέδρου του Αρείου Πάγου, είναι μια καλή ευκαιρία να θυμηθούμε όλα εκείνα τα στελέχη των αυτοαποκαλούμενων προοδευτικών κομμάτων που σε κάθε ευκαιρία υπερασπίζονται τους επίδοξους δολοφόνους με τις μολότοφ.
Να θυμηθούμε όλους εκείνους τους φιλοτρομοκράτες κομματανθρώπους της Αριστεράς που διαμαρτυρήθηκαν για την αυστηροποίηση του νόμου που αφορά όσους συλλαμβάνονται με εμπρηστικές βόμβες στην κατοχή τους.
Ταυτοχρόνως, είναι μια υπενθύμιση στην κυβέρνηση ότι η πολύ βολική χαλαρότητα στην επιβολή του νόμου και της τάξης είναι θανατηφόρα και ότι η επίκληση στην ανοχή που δείχνει η Δημοκρατία προκειμένου να δικαιολογηθεί η ελευθερία κινήσεων που απολαμβάνουν διάφορες αντικοινωνικές ομάδες είναι πρώτα και πάνω από όλα προσβλητική για την ίδια τη Δημοκρατία ή οποία, αν θέλει να επιβιώσει, δεν πρέπει ούτε στο ελάχιστο να ανέχεται όσους δρουν εναντίον της.