Την ώρα που ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέτει επί τάπητος ένα ζήτημα που αφορά την προστασία του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη, που αποτελεί σημείο αναφοράς για όλους όσοι έδωσαν τη ζωή τους για την ελευθερία αυτής της χώρας, ο Νίκος Ανδρουλάκης εμφανίζεται να πετά την μπάλα στην εξέδρα αποφεύγοντας να ξεκαθαρίσει τη θέση του, επιβεβαιώνοντας ότι βρίσκεται μακριά από την κοινωνία και τη «σιωπηρή πλειοψηφία» και κλείνει το μάτι στην «ηχηρή μειοψηφία».

Ο Νίκος Ανδρουλάκης απέφυγε να τοποθετηθεί αν πρέπει ή όχι το Μνημείο αυτό να μετατρέπεται σε πεδίο εκδήλωσης ακραίων μορφών διαμαρτυρίας και να χρηδιμεύει ή όχι ως ντεκόρ για μικροκομματικά και μικροπολιτικά παιχνίδια. Το γεγονός ότι επέλεξε να επαναλάβει τα fake news περί «στρατικοποίησης» του χώρου το επιβεβαιώνει.

Ακόμη περισσότερο όμως το επιβεβαιώνει η αναφορά του στην απεργία πείνας του Πάνου Ρούτσι, τα αιτήματα του οποίου και η κυβέρνηση είχε χαρακτηρίσει δίκαια, και στην προσπάθεια να συνδέσει την απόφαση του πρωθυπουργού με αυτή. Κάτι που έπραξε ακόμη πιο ξεκάθαρα και ο εκπρόσωπος Τύπου του ΠΑΣΟΚ, Κώστας Τσουκαλάς.

Ναι, η εικόνα των επαγγελματιών αλληλέγγυων και οι καθημερινές δηλώσεις-συνεντεύξεις της Ζωής Κωνσταντοπούλου εν μέσω σκηνών που στήθηκαν δεν ήταν οι καλύτερες. Ούτε κι αυτές νεαρών να εμφανίζονται να φυλάνε… σκοπιά έξω από τη σκηνή του απεργού πείνας φορώντας ως διακριτικά κονκάρδες. Επί της ουσίας δημιούργησαν ρωγμές στην προσπάθεια ενός απελπισμένου γονιού που έχει κάθε δικαίωμα να διεκδικεί αυτό που θεωρεί σωστό.

Καλώς ή κακώς, αυτό έγινε. Όπως και στο παρελθόν υπήρξαν ευτράπελα σε πορείες και συλλαλητήρια σε σημείο που να καθίσταται επιτακτική ανάγκη η απομάκρυνση των ευζώνων της Προεδρικής Φρουράς που είδαν τα φυλάκιά τους να παραδίδονται στις φλόγες. Η ουσία είναι πως η μη θέση δεν είναι λύση. Ούτε και το να πετά ένας πολιτικός αρχηγός την μπάλα στην εξέδρα.

Αν ο Νίκος Ανδρουλάκης και το ΠΑΣΟΚ τάσσονται υπέρ της μη φύλαξης και της μη προστασίας του μνημείου οφείλει να το πει ευθαρσώς. Όλα τα υπόλοιπα απλά αναδεικνύουν το γεγονός πως το ΠΑΣΟΚ συμμετέχει στην εργαλειοποίηση της τραγωδίας και σε μια επιχείρηση προσέγγισης των μπάχαλων και των αλληλέγγυων κάθε είδους.