Η αίτηση για την απόκτηση ελληνικής ιθαγένειας από τους απογόνους του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου, μετά από δεκαετίες συζητήσεων, εγείρει συζητήσεις για την ιστορική, νομική και πολιτική διάστασή της. Ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Εσωτερικών, Αθανάσιος Μπαλέρμπας, τοποθετήθηκε εκτενώς για το θέμα, επισημαίνοντας ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο το πολίτευμα, τονίζοντας μάλιστα ότι η διαδικασία αυτή κλείνει μια ιστορική εκκρεμότητα, τακτοποιεί το παρελθόν και φέρνει ψυχική ισορροπία στο κράτος. 

Η διαδικασία βασίζεται στον νόμο 2215/1994, ο οποίος ορίζει σαφώς τις προϋποθέσεις: αναγνώριση του πολιτεύματος, αποδοχή του συντάγματος και επιλογή επωνύμου. Το γεγονός ότι οι απόγονοι του τέως βασιλιά επέλεξαν το επώνυμο «Ντε Γκρες» ήταν προσωπική επιλογή, όπως εξήγησε ο κ. Μπαλέρμπας, η οποία εντάσσεται στο ανθρώπινο δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού. 

Οψιμες ανησυχίες 

Η επιλογή του συγκεκριμένου επωνύμου έχει προκαλέσει αντιδράσεις, ιδιαίτερα από το ΠΑΣΟΚ, που υποστηρίζει ότι παραπέμπει σε διεκδικήσεις. Ο κ. Μπαλέρμπας, ωστόσο, ήταν ξεκάθαρος: «Δηλώνουν ρητά, ανέκκλητα και ανεπιφύλακτα την τυφλή υπακοή στο σύνταγμα, στους νόμους και όλα όσα ορίζει το πολίτευμα. Δεν υποκρύπτεται καμία διεκδίκηση». 

Επιπλέον, ανέφερε ότι η επιλογή του επωνύμου είναι σύμφωνη με τον νόμο του 1994 και θυμίζει ότι ο τέως πρίγκιπας Μιχαήλ, το 2004, είχε επιλέξει το ίδιο επώνυμο, χωρίς να υπάρξουν αντιδράσεις. 

Η αποδοχή του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος του 1974 και του πολιτεύματος της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας αποτελεί σαφή και αμετάκλητη τοποθέτηση. «Η τελευταία τελεία μπήκε το 1975 με το Σύνταγμα. 

Ολα τα υπόλοιπα ήταν παρεπόμενα μιας μετάβασης», δήλωσε ο κ. Μπαλέρμπας, τονίζοντας ότι η επιλογή των απογόνων του τέως βασιλιά να δηλώσουν την ιθαγένειά τους δεν αποτελεί απειλή για τη Δημοκρατία. 

Το ΠΑΣΟΚ, διά στόματος του βουλευτή Επικρατείας και στενού συνεργάτη του Νίκου Ανδρουλάκη, Παναγιώτη Δουδωνή, εξέφρασε προβληματισμούς για την επιλογή του «Ντε Γκρες», υποστηρίζοντας ότι θα έπρεπε να επιλέξουν το «Γλύξμπουργκ». 

Ο κ. Μπαλέρμπας απάντησε με σαφήνεια: «Εάν ο νόμος θεωρούσε ότι το επώνυμο είναι Γλύξμπουργκ, γιατί τότε ζητά να δηλώσουν επώνυμο; Ιστορικά, η τέως βασιλική οικογένεια ποτέ δεν είχε αποδεχτεί το “Γλύξμπουργκ” ως επώνυμο». 

Η χρονική συγκυρία της δήλωσης της ιθαγένειας έχει προκαλέσει σχόλια για πιθανές πολιτικές προεκτάσεις, κάτι που ο γγ του υπουργείου Εσωτερικών απέκλεισε. «Η διαδικασία βασίζεται σε έναν νόμο τριάντα ετών, ο οποίος δεν έχει αλλάξει, παρά τις δεκατέσσερις κυβερνήσεις που έχουν περάσει από τότε», σημείωσε. 

Ορισμένοι παρατηρητές δεν παρέλειψαν να κάνουν αναδρομή στη στάση των πολιτικών κομμάτων που, όπως υποστηρίζουν, έχουν συμβάλει στη δημιουργία ή τη συντήρηση θεμάτων ταυτότητας, με τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει πολλάκις επικριθεί για τη διαχείριση της Ιστορίας και των θεσμών, ενώ το ΠΑΣΟΚ δίνει την εντύπωση ότι αναζητά προσχήματα για πολιτική αντιπαράθεση. 

Η ιστορική μνήμη και τα ουσιαστικά 

Σε κάθε περίπτωση, όπως τονίζει ο κ. Μπαλέρμπας η δήλωση ιθαγένειας «τακτοποιείται μια εκκρεμότητα και μπορούμε να δούμε το μέλλον μας, τα προβλήματα και τις προκλήσεις που έχουμε» και να εστιάσουμε σε πιο ουσιαστικά ζητήματα που απασχολούν την ελληνική κοινωνία. 

Εξάλλου, η επίκληση της «ιστορικής μνήμης» δεν πρέπει να γίνεται μέσο πολιτικής αντιπαράθεσης ή εργαλείο διαίρεσης, αλλά γέφυρα για την ενίσχυση της Δημοκρατίας. Το πολίτευμα της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας έχει αποδείξει την αντοχή του. Το πραγματικό στοίχημα είναι να προχωρήσουμε μπροστά, με βάση τις δημοκρατικές μας αξίες.