Στο ίδιο έργο θεατές, οι πολίτες παρακολουθούν την αντιπολίτευση να επιχειρεί να δημιουργήσει ένα κλίμα ιδιαίτερα αρνητικό για τη χώρα δείχνοντας ότι ούτε τα μηνύματα έχουν λάβει τα κόμματα ούτε –πολύ περισσότερο– έχουν κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους στις δημοσκοπήσεις η κυβέρνηση εξακολουθεί να προηγείται με μεγάλη διαφορά.

Μια συνεχής επανάληψη, μια ημέρα της μαρμότας, ένα διαρκές κούνημα του δαχτύλου από τους αρχηγούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης και μια αέναη καταστροφολογία που όσο δεν έχει αντίκρισμα γίνεται όλο και χειρότερη συνοδευόμενη από ύβρεις και ακραίους χαρακτηρισμούς κατά της κυβέρνησης και προσωπικά κατά του πρωθυπουργού.

Από τη «χούντα» της βουλευτού του ΠΑΣΟΚ, Ευαγγελίας Λιακούλη, στο «είστε φασίστες» της Ζωής Κωνσταντοπούλου και στα περί έλλειψης δημοκρατίας του Νίκου Ανδρουλάκη, που έρχεται να προστεθεί σε όσα υποστηρίζουν ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Αριστερά, επιβεβαιώνεται ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει τα τελευταία, πολλά, χρόνια για τον τρόπο με τον οποίο ασκείται η αντιπολίτευση.

Ο μπαμπούλας της «κακιάς Δεξιάς» ξαναβγαίνει από τα ντουλάπια διανθισμένος μεκαταγγελίες που στηρίζονται σε αφηγήματα διαμορφωμένα στο Διαδίκτυο, που γίνεται ο βασικός τροφοδότης της ρητορικής που μεταφέρεται στη Βουλή διά στόματος και πολιτικών αρχηγών.

Οι προσωπικές επιθέσεις, οι στοχοποιήσεις και οι ύβρεις –κυρίως κατά του πρωθυπουργού– αποτελούν καθημερινό φαινόμενο. Αποτέλεσμα; Ουδείς πλέον μπορεί να διακρίνει τα όρια μεταξύ των κομμάτων –και κυρίως μεταξύ αυτών που δηλώνουν προοδευτικά– και των άκρων που επιβιώνουν μέσα από συνθήκες χάους.

Η προσπάθεια ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής είναι δείγμα της αδυναμίας για αντιπαράθεση επί προγραμματικών θέσεων και η κριτική προς την κυβέρνηση έχει λάβει μορφή υβριστικών και μόνο αναφορών.

Η αίσθηση ότι στόχος παραμένει η πολιτική αποσταθεροποίηση γίνεται όλο και περισσότερο εμφανής. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει, με βάση τα δεδομένα, ότι αυτό που εύχονται τα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι η φθορά της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού, ως αποτέλεσμα της αδυναμίας τους να τα εμπιστευτούν οι πολίτες.

Στον αντίποδα, ο Κ. Μητσοτάκης προχωρά μπροστά χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα υλοποιήσει τις δεσμεύσεις του για διαφάνεια παντού και για πλήρη αποκάλυψη της αλήθειας σε ζητήματα που απασχόλησαν και απασχολούν τους πολίτες. Και δείχνει αποφασισμένος να μην επιτρέψει το τοξικό κλίμα να διαμορφώνει την πολιτική ατζέντα, ειδικά σε μια περίοδο που βρίσκονται σε εξέλιξη σημαντικές γεωπολιτικές –και όχι μόνο– εξελίξεις.

* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»