Ποιός θα το φανταζόταν, πως ο άνθρωπος που θα ένωνε την ακροδεξιά με την ακροαριστερά στην Ελλάδα θα ήταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης;

Το 2016 πάντως που εκλέχθηκε Αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, σίγουρα κανείς.

Η ακροδεξιά και η ακροαριστερά, ιστορικά σε διαμετρικά αντίθετα άκρα του πολιτικού φάσματος, μιλούν επί το πλείστων πια την ίδια γλώσσα, και μάλιστα μαζί τους συντάσσονται και οι εκφραστές του χώρου της κεντροαριστεράς. Υιοθετούν κοινά αφηγήματα, κοινές λέξεις-κλειδιά και –το σημαντικότερο– κοινό εχθρό: τον Κυριάκο Μητσοτάκη, τον άνθρωπο που πρακτικά τους ένωσε για να τον αντιμετωπίσουν, καθώς η εφαρμογή της τεχνοκρατικής του πολιτικής, απογύμνωσε κάθε αφήγημα που στήριζε την ύπαρξη των άκρων.

Δεν πρόκειται για μια ιδεολογική μετατόπιση, πρόκειται για μια στρατηγική επιλογή. Η πολιτική ηθική έχει υποταχθεί σε έναν και μόνο σκοπό: την πτώση του πρωθυπουργού. Στο όνομα αυτού, έχουν παραμεριστεί θεμελιώδεις διαφορές. Οι αντισυστημικές φωνές συνεργάζονται με τους υπερεθνικιστές, οι αρνητές του ΝΑΤΟ χειροκροτούν τους αρνητές των εμβολίων, και όλοι μαζί επενδύουν στον λαϊκισμό, τη συνωμοσιολογία και τη δυσπιστία απέναντι σε θεσμούς.

Από τη μία, πρώην “αντιμνημονιακοί ήρωες” που κάποτε υποσχέθηκαν ρήξη με την Ευρώπη σαν τη Ζωϊτσα και τον Τσίπρα, από την άλλη, ακραίοι εθνικιστές που έχουν βάλει νερό στο κρασί τους και πορεύονται χέρι χέρι με τους παραπάνω. Και στη μέση μια κοινωνία που βλέπει τον δημόσιο διάλογο να ευτελίζεται ,και την πολιτική να γίνεται όχημα μικροπολιτικών συμφερόντων στα χέρια τους.

Η συνάντησή τους δεν είναι ιδεολογική - είναι συγκυριακή και βαθιά οπορτουνιστική. Δεν τους ενώνει η αγάπη για τη χώρα, αλλά το μίσος για έναν άνθρωπο που κυβερνά. Και αυτό δεν είναι πολιτική αντιπαράθεση. Είναι εκπτώχευση της Δημοκρατίας και κατάντια ιδεολογική και πολιτική.