Μια δυναμική επανεκκίνηση του κράτους: αυτό είναι το ζητούμενο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του και τούτο αποτυπώθηκε ξεκάθαρα στο αποτέλεσμα των διπλών εκλογών του Μαΐου και του Ιουνίου. Και παρά το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός επιχείρησε με το νέο κυβερνητικό σχήμα και το περίφημο rotation να δώσει το σχετικό σύνθημα, οι αστοχίες που ακολούθησαν και ιδιαίτερα τα όσα έχουν συμβεί το τελευταίο διάστημα δίνουν μια δεύτερη ευκαιρία για ένα ακόμη πιο δυνατό σάλπισμα επανεκκίνησης.
Γράφει η Έρση Παπαδάκη
Στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, στις αρχές Ιουλίου, ο κ. Μητσοτάκης είχε μιλήσει συγκεκριμένα για «πολυδιάστατο εκσυγχρονισμό», εξηγώντας ότι πρόκειται για μία μεγάλη προσπάθεια ν’ αντιμετωπιστούν οι παθογένειες σε πολλά μέτωπα. Υπήρξαν βεβαίως τότε οι δύσπιστοι και οι αμφισβητίες, οι οποίοι «θυμήθηκαν» τον εκσυγχρονισμό της κυβέρνησης Σημίτη ή την επανίδρυση του κράτους επί διακυβέρνησης Καραμανλή. Ομως η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο πρωθυπουργός έδωσε έμφαση στις ευρείες κοινωνικές συναινέσεις.
Τα όσα αντιμετώπισε η Ελλάδα το καλοκαίρι με τις πυρκαγιές ή βιώνει τώρα με εξίσου δραματικό τρόπο η Θεσσαλία με όσα αφήνει πίσω της η κακοκαιρία «Daniel» είναι αναμφίβολο ότι απαιτούν αυτές τις συναινέσεις. Οχι απλώς διότι αυτός είναι ο τρόπος για να λυθούν τα πρακτικά προβλήματα που προκλήθηκαν στις πλημμυρισμένες περιοχές ή για να ξεκινήσει η ανοικοδόμηση και ανάκαμψη, αλλά διότι τα συγκεκριμένα ζητήματα αφορούν εξ ορισμού το σύνολο των πολιτών. Δεν υπάρχουν «χρώματα», δεν υπάρχουν ιδεολογίες, καθώς οι καταστροφές αυτές και οι απώλειες κάθε είδους αφορούν το σύνολο των Ελλήνων πολιτών.
Ο κ. Μητσοτάκης έχει αποδείξει πάντως ότι δεν έχει κάποιο ταμπού όταν καλείται να προβεί σε διορθωτικές κινήσεις ή ακόμη και να ζητήσει συγγνώμη και να στρίψει το τιμόνι, βλέποντας ότι η κυβέρνηση παρεκκλίνει από τον στόχο της. Αυτό σηματοδοτεί και η συζήτηση που φουντώνει στα δημοσιογραφικά γραφεία τις τελευταίες ώρες για αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα πέραν αυτών που ήδη υπήρξαν με τις παραιτήσεις Μηταράκη-Βαρβιτσιώτη το προηγούμενο διάστημα.
Δύο ισχυρά μηνύματα
Ναι μεν οι παθογένειες δεκαετιών –τις οποίες συχνά αναγνωρίζει και ο πρωθυπουργός στις ομιλίες του– δεν είναι δυνατόν να γιατρευτούν άμεσα ούτε είναι αποκλειστικά θέμα προσώπων, αλλά η αναζήτηση του καλύτερου και λειτουργικότερου σχήματος που θα «τρέξει» αυτές τις διαδικασίες και πως σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση δεν κάθεται και δεν πρόκειται να καθίσει με σταυρωμένα χέρια και να παρακολουθεί μοιρολατρικά την εξέλιξη των πραγμάτων είναι δύο ισχυρά μηνύματα που επιδιώκει συνειδητά να εκπέμψει με τη στάση του ο πρωθυπουργός.
Το στοίχημα της δυναμικής επανεκκίνησης
Θα μπορέσει να κερδίσει το στοίχημα της δυναμικής επανεκκίνησης ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του; Η (θετική) απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι κρίσιμη για την ίδια τη χώρα, διότι διακυβεύεται το μέλλον της και το μέλλον των επόμενων γενεών. Το παρελθόν –ακόμη και το πρόσφατο– έχει αποδείξει ότι αν η Ελλάδα χάσει το τρένο, τότε μπορεί να το πληρώσει αυτό πολύ ακριβά. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει περιθώριο παρά να προχωρήσουν οι σημαντικές τομές που απαιτούνται στη δημόσια διοίκηση, τη λειτουργία του κράτους, την υγεία, την παιδεία, την Πολιτική Προστασία και άλλους τομείς της δημόσιας και κοινωνικής ζωής.
Αμέσως μετά τις εκλογές και με τον αέρα που έδωσε στην κυβέρνηση της Ν.Δ. το εκλογικό αποτέλεσμα, η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών –και πάλι ανεξαρτήτως «χρωμάτων»– εκτίμησε πως ο κ. Μητσοτάκης έχει όλες τις προϋποθέσεις για να προχωρήσει σ’ αυτές τις τομές και το στοίχημα του «πολυδιάστατου εκσυγχρονισμού» να κερδηθεί. Η πορεία των δύο και κάτι μηνών που ακολούθησε είχε μεν αρρυθμίες, είχε ωστόσο και αντικειμενικές δυσχέρειες που μεταβλήθηκαν σε κρίσεις, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτές που προκάλεσε η κλιματική αλλαγή.
Ακόμη και σ’ αυτήν τη δύσκολη κατάσταση ωστόσο, με τις καταστροφικές πλημμύρες στη Θεσσαλία, το πρώτο βήμα έγινε χθες στο Στρασβούργο, καθώς η συμφωνία του πρωθυπουργού με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για την ενίσχυση της Ελλάδας με 2,2 δισ. ευρώ από τα ευρωπαϊκά ταμεία δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη δυναμική επανεκκίνηση που απαιτείται με την ανοικοδόμηση των πληγεισών περιοχών και τη στήριξη των πληγέντων πολιτών – σε συνδυασμό ασφαλώς με τις όποιες αλλαγές θα πρέπει να γίνουν σε κυβερνητικό ή διοικητικό επίπεδο.