Πρόδηλος είναι ο πανικός στις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ, αφού κάθε μέρα και περισσότερα στελέχη κάνουν λόγο για «ενιαίο φορέα με το ΠΑΣΟΚ», συντασσόμενοι κατά βάση -με τον έναν, ή με τον άλλο τρόπο-, πίσω από την πρόταση Σπίρτζη, ο οποίος καθώς την έκανε πριν από περίπου 9 μήνες, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι «έβλεπε μπροστά». Τώρα αν τα δυο κόμματα θα πρέπει να «ρευστοποιηθούν», ή απλώς να διατηρήσουν το status των διακριτών οντοτήτων, αλλά ταυτοχρόνως να κατέβουν με κοινό ψηφοδέλτιο, είναι απλά λεπτομέρεια. Το μείζον είναι ότι καταλαβαίνουν άπαντες -ίσως πλην Πολάκη, ο οποίος είναι ο μοναδικός που έχει ευθαρσώς δηλώσει ότι επιθυμεί αυτόνομη πορεία- από τον Χρήστο Σπίρτζη και τον Νίκο Παππά, έως τον Στέφανο Κασσελάκη, ότι δίχως το ΠΑΣΟΚ ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει απολύτως καμία τύχη. Σήμερα μάλιστα, μέχρι και η Όλγα Γεροβασίλη δεν ήταν αρνητική στο συγκεκριμένο ενδεχόμενο, εφόσον αυτό αποφασιστεί και από τα δυο κόμματα. Μιλάμε δηλαδή ξεκάθαρα για το τέλος της ηγεμονίας του ΣΥΡΙΖΑ, στον χώρο τον οποίο de facto ηγεμόνευε από το 2015 και έπειτα.

Αντίρροπες δυνάμεις μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ

Όμως, είναι αρκετή αυτή η συνειδητοποίηση από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ; Διότι η συγκεκριμένη επιλογή «βολεύει» μονάχα τον ΣΥΡΙΖΑ, όχι το ΠΑΣΟΚ. Υπάρχουν δυο αντίρροπες (και όχι αντίθετες) δυνάμεις στον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Η πρώτη, είναι η επιθυμία του ΣΥΡΙΖΑ να «βρει καύσιμο» προκειμένου να μεγαλώσει ξανά, επειδή το «brand ΣΥΡΙΖΑ» έχει «καεί». Αυτό είναι προφανές, αν κοιτάξει κανείς τα εκλογικά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ το 2019 και το 2023 (και γιατί όχι και των Ευρωεκλογών της περασμένης εβδομάδας): 31,53% το 2019, 17,83% το 2023 και 14,92% στις ευρωεκλογές του 2024. Είναι προφανές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «έχει πάθει ΠΑΣΟΚ του 2012», όπου από το 43,92% του 2009 έπεσε στο 13,18% το 2012, ενώ οδεύει ταχέως στο να «πάθει ΠΑΣΟΚ του 2015», που από το 13,18% του 2012, έπεσε στο 4,68% το 2015.

Η αντίρροπη δύναμη, είναι εκείνη του ΠΑΣΟΚ, όπου μετά την καταβαράθρωση του 2012 και του 2015, χάρη στη νηφάλια ηγεσία της Φώφης Γεννηματά, κατάφερε να ανέβει στο 8,10% το 2019 και στο 11,84% το 2023. Το 2023 έχει ενδιαφέρον, διότι εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι «έργο Ανδρουλάκη». Όμως, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να πιστωθεί στον Νίκο Ανδρουλάκη, ο οποίος ήταν ένας αρχηγός εκτός Βουλής, καθώς παρέμεινε ευρωβουλευτής μέχρι την τελευταία ημέρα που του επέτρεπε ο νόμος, προκειμένου να κατέβει στις εθνικές εκλογές του 2023. Ήταν ένας αρχηγός κρυπτόμενος, ο οποίος το μόνο που ήξερε να λέει, ήταν για το «κράτος Δικαίου» και τις υποκλοπές, μηνύματα που οι πολίτες τα θεώρησαν εντελώς αδιάφορα.

Συνεπώς το ερώτημα είναι το εξής: πώς προέκυψε αυτή η άνοδος του ΠΑΣΟΚ και γιατί πρόκειται για αντίρροπη δύναμη στην προσδοκία του ΣΥΡΙΖΑ; Η απάντηση είναι σχετικά απλή: η Φώφη Γεννηματά φιλοτέχνησε την εικόνα του ΠΑΣΟΚ ως μια «σοβαρή αντιπολιτευτική δύναμη», η οποία έχει τη δική της άποψη και που δεν φοβάται να συμφωνήσει με την κυβέρνηση στα θέματα της απολύτου κοινής λογικής. Έκανε δηλαδη το αντίθετο από τον ΣΥΡΙΖΑ του 2019 κι έπειτα. Κατάφερε έτσι η Φώφη Γεννηματα να κάνει το απόλυτο rebrand σε ένα κόμμα που έβγαζε λαοπλάνους και μιζαδόρους, σε ένα κόμμα που έχει σοβαρή ευρωπαϊκή τοποθέτηση. Ασχέτως εάν το πολιτικό προσωπικό του κόμματος, δεν συμβαδίζει ιδιαίτερα με την συγκεκριμένη εικόνα. Λίγο η σοβαρότητα της Φώφης Γεννηματά, λίγο τα «ΠΑΣΟΚ - memes» που διακινήθηκαν από πιτσιρίκια που δεν πρόλαβαν να ζήσουν εποχές ΠΑΣΟΚ, κάπως έτσι «ξεπλύθηκε» στη συνείδηση του ψηφοφόρου, το κόμμα το οποίο έφτασε στα πρόθυρα του αφανισμού το 2015.

Επομένως το βασικότερο ερώτημα, είναι ένα: έχει κάποια λογική για το ΠΑΣΟΚ, μια συγχώνευση με τον ΣΥΡΙΖΑ; Η απάντηση είναι πολύ απλή: απολύτως καμία λογική. Όπως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έκανε ένα τέτοιο βήμα το 2012, άλλο τόσο δεν πρόκειται να κάνει κάτι αντίστοιχο το ΠΑΣΟΚ σήμερα. Βλέποντας ότι με αρχηγό περίπου ανύπαρκτο, καθώς και με βασικό αντίπαλο έναν υπερφίαλο τύπο απ' το Μαϊάμι που «αγόρασε» τον ΣΥΡΙΖΑ έναντι 2 ευρώ, συνεχίζει και έχει αυξητικές τάσεις. Αυτή θα ήταν μια κίνηση που θα είχε λογική στο ΠΑΣΟΚ του 4% όχι στο ΠΑΣΟΚ του 13%. Αλλά ουδείς μπορεί να προεξοφλήσει τις τυχόν «αυτοκτονικές τάσεις», που ενδεχομένως να έχουν κάποια στελέχη του.