Πιστεύετε ότι ο λόρδος Έλγιν ήταν ένας; Λάθος! Πιστεύετε ότι οι «λόρδοι Έλγιν» ήταν μόνο Βρετανοί; Λάθος! Πιστεύετε ότι δρούσαν μόνο πριν από πολλούς αιώνες; Λάθος «Λόρδοι Έλγιν» υπήρξαν πολλοί, δρούσαν ακόμα και πριν από περίπου 75 χρόνια –την περίοδο της Κατοχής– και ήταν και Γερμανοί και Ιταλοί και Αυστριακοί! Η αναφορά στους «λόρδους Έλγιν» γίνεται με αφορμή την ανολοκλήρωτη και προσχηματική συγγνώμη του Γερμανού προέδρου για τα εγκλήματα και τις καταστροφές που έκαναν οι ναζί στην Ελλάδα και την αναφορά του στο ζήτημα των ελληνικών διεκδικήσεων από το Βερολίνο για το κατοχικό αναγκαστικό δάνειο και τις αποζημιώσεις. Εκείνο που κακώς δεν θίχθηκε στον Γερμανό πρόεδρο και δυστυχώς δεν τίθεται με έμφαση στη γερμανική πλευρά είναι ένα ακόμα έγκλημα των ναζί: αυτό της αρπαγής μεγάλης ποσότητας αρχαιοτήτων την περίοδο της Κατοχής. Αυτή η εν πολλοίς «άγνωστη οφειλή» των Γερμανών δεν έχει τύχει όχι μόνο της δημοσιότητας και της προβολής που της πρέπει και της αναλογεί, αλλά και των προσπαθειών για τον επαναπατρισμό των έργων τέχνης των προγόνων μας, σε σχέση με τις ενέργειες και κινήσεις που έχουν γίνει μέχρι σήμερα για το κατοχικό αναγκαστικό δάνειο και τις πολεμικές αποζημιώσεις.

Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι ακόμα και ο κατάλογος των αρχαιοτήτων που είχαν αρπάξει Γερμανοί, Ιταλοί και Αυστριακοί, δεν είναι πλήρης. Και αυτό γιατί, ενώ είναι λίγο-πολύ γνωστός ο αριθμός όσων έργων τέχνης εκλάπησαν από τα μουσεία, είναι άγνωστος ο αριθμός αυτών που βρέθηκαν κατά τη διάρκεια λαθρανασκαφών από τους ναζί και φυγαδεύτηκαν στη Γερμανία. Είναι αλήθεια ότι πολλοί από τους Ελληνες αρχαιολόγους, την εποχή εκείνη, κατέβαλαν τιτάνιες προσπάθειες να γλιτώσουν τις αρχαιότητές μας από τους, κατ’ όνομα μόνο, φιλότεχνους και  «καλλιεργημένους» αξιωματικούς της Βέρμαχτ, οι οποίοι, όταν κάποιοι απ’ αυτούς δεν έκαιγαν χωριά και δεν δολοφονούσαν τους κατοίκους τους, έκαναν πλιάτσικο στα αρχαία κειμήλια, είτε για να πάνε στο Γ΄ Ράιχ είτε για προσωπικό τους όφελος!

Τον Νοέμβριο του 1940, η Διεύθυνση Αρχαιολογίας του υπουργείου Παιδείας είχε εκδώσει οδηγίες για το πώς θα προστατευθούν τα εκθέματα των μουσείων από πιθανούς βομβαρδισμούς. Την άνοιξη του 1941, λίγο προτού οι Γερμανοί καταλάβουν την πατρίδα μας, τα μουσεία της χώρας είχαν αδειάσει. Οι επιτροπές απόκρυψης και ασφάλισης των εκθεμάτων των μουσείων είχαν φροντίσει να αποθηκεύσουν τις σημαντικές αρχαιότητες σε κρύπτες ή σε σπήλαια (για παράδειγμα, 35 κιβώτια φυλάχτηκαν στο σπήλαιο της Εννεάκρουνου και άλλα 22 στις φυλακές του Σωκράτη) ή ακόμα τα έθαβαν σε κήπους. Τα πιο σημαντικά έργα θάφτηκαν μέσα σε άμμο, σε μεγάλες τάφρους που ανοίχτηκαν στα δάπεδα των μουσείων και μετά σκεπάστηκαν με τσιμέντο. Χρυσά νομίσματα και κατάλογοι με εκθέματα μουσείων κλείστηκαν στα υπόγεια θησαυροφυλάκια της Τραπέζης της Ελλάδος.

Δυστυχώς όμως «η απόκρυψη αρχαιοτήτων πέτυχε μόνο στα μεγάλα μουσεία, όπως το αρχαιολογικό της Αθήνας, των Δελφών, της Ολυμπίας, της Θεσσαλονίκης και της Χαλκίδας. Στα μικρότερα μουσεία, εκτός από αυτό στο Ναύπλιο, εκλάπησαν πολλά εκθέματά τους», αναφέρει ο ακαδημαϊκός Βασίλειος Πετράκος, μελετητής, πρώην έφορος αρχαιοτήτων Αττικής και γενικός γραμματέας της Αρχαιολογικής Εταιρείας στο πεντάτομο έργο του «Το παρελθόν σε δεσμά», που αποτελεί τη χρονογραφία της τύχης των αρχαιοτήτων της Ελλάδας από τις 28 Οκτωβρίου 1940 έως τον Δεκέμβριο του 1944.

Το γενικό πρόσταγμα στη ναζιστική λεηλασία των αρχαιοτήτων την είχε ο Αλφρεντ Ρόζενμπεργκ, ο οποίος δεν ήταν κάποιο τυχαίο πρόσωπο... Ηταν εξέχον μέλος του Ναζιστικού Κόμματος και ίσως ο βασικότερος θεωρητικός του. Κάποιοι, μάλιστα, υποστηρίζουν ότι αυτός ήταν στην πραγματικότητα ο συγγραφέας του αυτοβιογραφικού βιβλίου του Αδόλφου Χίτλερ «Ο Αγών μου», το οποίο αποτέλεσε το βασικό ιδεολογικό μανιφέστο του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, την εποχή πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Ρόζενμπεργκ (ο οποίος δικάστηκε στη Νυρεμβέργη και καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού) είχε την ευθύνη, μεταξύ άλλων, για τις λαθρανασκαφές σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, όπως στη Χαλκίδα, στο Αργος, στην Κωπαΐδα και σε πολλά σημεία της Μακεδονίας και της Κρήτης. Οι σημαντικότερες, όμως, έγιναν στη Θεσσαλία και κυρίως σε νεολιθικό οικισμό της περιοχής. Ενδιαφέρον για τις ελληνικές αρχαιότητες είχε και ο επικεφαλής της Γκεστάπο και των SS, Χάινριχ Χίμλερ, ο οποίος οργάνωσε και αυτός πολλές ανασκαφές στην πατρίδα μας, στην προσπάθειά του να υποστηρίξει τις ναζιστικές θεωρίες ότι οι Γερμανοί ανήκαν στην άρια φυλή και ότι ήταν... απόγονοι του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.

Εκτός όμως από τις λαθρανασκαφές, οι Γερμανοί ζητούσαν με επιμονή να λειτουργήσει και πάλι το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Μάλιστα, όπως αναφέρει η δρ Μαρία Λαγογιάννη-Γεωργακαράκου, πρώην διευθύντρια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, οι κατακτητές είχαν συντάξει έναν κατάλογο με 103 αγάλματα, τα οποία ζητούσαν να εκτεθούν και πάλι. Μεταξύ αυτών ήταν ο Εφηβος των Αντικυθήρων, ο Εφηβος του Μαραθώνα και ο Ποσειδώνας του Αρτεμισίου. Ευτυχώς, οι αρχαιολόγοι αντιστάθηκαν και η εντολή αυτή των ναζί δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Κανείς δεν ξέρει, αν το είχαν πετύχει, πού θα βρίσκονταν σήμερα τα έργα αυτά...

Η πρώτη υποτυπώδης προσπάθεια καταγραφής της λεηλασίας των ελληνικών αρχαιοτήτων από τους κατακτητές έγινε στο πλαίσιο της επίσημης έκθεσης της Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων του υπουργείου Παιδείας, η οποία δημοσιεύθηκε το 1946. Στην έκθεση αυτήν αναφέρεται ότι εκλάπησαν αρχαιότητες από περίπου σαράντα περιοχές της χώρας μας, ενώ υπολογίζεται ότι Γερμανοί πλιατσικολόγοι προχώρησαν σε τουλάχιστον δεκαεπτά παράνομες ανασκαφές, στέλνοντας όλα τα ανυπολόγιστης αξίας ευρήματα στη Γερμανία. Αυτή η πρώτη καταγραφή χαρακτηρίζεται εύλογα ελλιπής και υποτυπώδης, γιατί πραγματοποιήθηκε το 1946 κάτω από αντίξοες συνθήκες. Ομως, παρά τον ελλιπή και δειγματοληπτικό χαρακτήρα της εν λόγω έκθεσης, τα πορίσματά της είναι πράγματι εντυπωσιακά.

Από τότε έχουν γίνει πολλές εκδηλώσεις για το θέμα αυτό, σε πόλεις των ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για άλλες ευρωπαϊκές χώρες. «Οι μέχρι στιγμής μελέτες δεν έχουν παρά ξύσει την επιφάνεια του θέματος», λέει η Αϊρίν Μπαλντ Ρομάνο, καθηγήτρια Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα, η οποία συμμετέχει σε έρευνα με τίτλο «Η τύχη των αρχαιοτήτων την περίοδο των ναζί». Αλλά, όπως προαναφέραμε, με το πέρασμα των χρόνων έχει γίνει εξαιρετικά δύσκολη η πλήρης καταγραφή των αρχαιοτήτων που εκλάπησαν από τους ναζί. «Μία πλήρης καταγραφή των κλοπιμαίων δεν είναι πια εφικτή. Η λεηλασία πραγματοποιήθηκε από Γερμανούς και Ιταλούς στρατιωτικούς, οι οποίοι έκλεβαν από μουσεία και από ανασκαφές. Δεν γνωρίζουμε καν τι ευρήματα ήλθαν στο φως από τις λαθρανασκαφές αυτές», αναφέρει στη μελέτη του ο Βασίλειος Πετράκος. Παρ’ όλα αυτά, σήμερα, η Γερμανία φαίνεται να είναι πρόθυμη να αποδεχθεί τον επαναπατρισμό τέτοιων κλοπιμαίων. Τουλάχιστον στα λόγια, δείχνει να θέλει να ανταποκριθεί στο δίκαιο αίτημα της επιστροφής των λεηλατημένων ελληνικών αρχαιοτήτων. Να δούμε όμως αν αυτή η θετική διάθεση μετουσιωθεί σε πράξη και δεν είναι προσχηματική σαν τη συγγνώμη για τα εγκλήματα και τις καταστροφές που έκαναν οι Γερμανοί ναζί στην πατρίδα μας...