Στην κλασική δημιουργία του Γερμανού συγγραφέα Τόμας Μαν, «Δόκτωρ Φάουστους», ο δαίμονας της γερμανικής λαϊκής παράδοσης, ο Μεφιστοφελής, στη συνομιλία του με τον κεντρικό ήρωα του έργου, τον (φανταστικό) συνθέτη Αντριαν Λέβερκιν, του λέει, μεταξύ άλλων, «το ότι με βλέπεις μόνο επειδή είσαι τρελός, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχω πραγματικά». Η φράση αυτή του Μεφιστοφελή θα ήταν η καλύτερη απάντηση στην πάγια θέση του Βερολίνου για το ζήτημα του κατοχικού δανείου και των πολεμικών αποζημιώσεων που απαιτεί η Ελλάδα: «Το ότι εμείς τις βλέπουμε επειδή μπορεί να είμαστε τρελοί, δεν σημαίνει ότι αυτές δεν υπάρχουν πραγματικά»! Θα ήταν η καλύτερη απάντηση στην προκλητική στάση του Γερμανού Προέδρου Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ, ο οποίος φαίνεται ότι δεν περίμενε –ούτε αυτός, αλλά ούτε και η γερμανική διπλωματία– την ιδιαίτερη έμφαση που δόθηκε στο ζήτημα κατά τις συναντήσεις του με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, και την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Και δεν είναι ότι μόνο εμείς βλέπουμε ως νομικά ενεργές και δικαστικά επιδιώξιμες τις απαιτήσεις της Ελλάδας κατά της Γερμανίας για το κατοχικό δάνειο και για τις πολεμικές αποζημιώσεις... 

Το 2019 η γνωμοδότηση της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Εμπειρογνωμόνων του γερμανικού Κοινοβουλίου ενίσχυσε την ελληνική νομική θέση ακόμη περισσότερο, καθώς αφενός αναγνωρίζει ότι δεν τίθεται ζήτημα παραίτησης ή παραγραφής των αξιώσεων της Ελλάδας και αφετέρου προτρέπει το Βερολίνο να αποδεχθεί προσφυγή της Ελλάδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ουδείς, όχι μόνο νομικός, αλλά και οποιοσδήποτε εχέφρων, μπορεί να μη θεωρεί ότι το κατοχικό δάνειο, επί της ουσίας, δεν ήταν δάνειο από την Τράπεζα της Ελλάδος στο Γ΄ Ράιχ, αλλά αρπαγή του πλούτου της χώρας από τα ναζιστικά στρατεύματα προκειμένου να χρηματοδοτηθεί ο πόλεμος στη Βόρεια Αφρική. Και για την ελληνική αυτή απαίτηση δεν τίθεται ούτε θέμα παραγραφής ούτε θέμα παραίτησης. Μάλιστα, το γεγονός ότι ο ίδιος ο Χίτλερ όχι μόνο είχε αναγνωρίσει το δάνειο αυτό, αλλά είχε δώσει εντολή να αρχίσει η διαδικασία για την εξόφλησή του, καθιστά νομικώς περισσότερο ισχυρή την ελληνική θέση. 

Και επειδή οι ελληνικές αυτές θέσεις ήταν νομικά ισχυρές, οι Γερμανοί προσπάθησαν να τις αντικρούσουν με τον ψευδή ισχυρισμό ότι το 1958 η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή είχε παραιτηθεί από την αξίωση του κατοχικού δανείου με αντάλλαγμα ένα δάνειο 200 εκατ. μάρκων από τη Γερμανία. Το 1964, ο καθηγητής Αγγελος Αγγελόπουλος, με εντολή του τότε πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, ανέτρεξε στους εμπιστευτικούς φακέλους των συνομιλιών Καραμανλή-Αντενάουερ, ερεύνησε το θέμα και διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε η παραμικρή αναφορά για παραίτηση Καραμανλή από τη διεκδίκηση του κατοχικού δανείου. Τότε, οι Γερμανοί υποστήριξαν ότι η παραίτηση ήταν... προφορική! 

Πάνω στο θέμα της προσπάθειας των Γερμανών να πείσουν ότι πολιτικές ηγεσίες της Ελλάδος αποποιήθηκαν του δικαιώματος διεκδίκησης του κατοχικού δανείου αναφέρθηκε εκτενώς ο διπλωμάτης Αρης Ραδιόπουλος, συγγραφέας μιας ογκώδους μελέτης βασισμένης στα αρχεία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών για τις γερμανικές αποζημιώσεις, την οποία δημοσίευσε στο βιβλίο του «Η διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών προς την Ελλάδα» (εκδόσεις Νεφέλη). Ο Αρης Ραδιόπουλος γράφει χαρακτηριστικά: «Από το τέλος του πολέμου καμία κυβέρνηση, κανένα κυβερνητικό στέλεχος, σε καμία περίπτωση, δεν παραιτήθηκε των αξιώσεων για επανορθώσεις και αποζημιώσεις». Αντιθέτως, αναφέρει: «Το ζήτημα τέθηκε επανειλημμένα και με διάφορους τρόπους ήδη από την αρχή της μεταπολεμικής περιόδου, προσαρμοσμένο πάντοτε στις συνθήκες της εκάστοτε εποχής». 

Πού στηρίζονται, όμως, ο Γερμανός Πρόεδρος, αλλά και όλες οι μεταπολεμικές ηγεσίες της Γερμανίας και θεωρούν ότι γι’ αυτούς «το ζήτημα νομικά θεωρείται λήξαν»; Οταν τον Ιούλιο του 1945 άρχισε στο Πότσδαμ της Γερμανίας η σύνοδος των τριών νικητριών δυνάμεων (ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Βρετανίας) για την τύχη της ηττημένης Γερμανίας, δεν υπεγράφη κάποιο «σύμφωνο ειρήνης», όπως εκείνο του 1918 στις Βερσαλλίες, στη Γαλλία, μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ούτε και υπήρξε απόφαση για το θέμα των αποζημιώσεων, ένα θέμα το οποίο θα ρυθμιζόταν μελλοντικά, όταν η Γερμανία θα υπέγραφε το σύμφωνο ειρήνης με τις χώρες που είχε εμπλακεί σε πόλεμο. 

Επίσης, αποφάσεις για υπογραφή συμφώνου ειρήνης ή ρύθμισης του θέματος των πολεμικών αποζημιώσεων δεν λήφθηκαν ούτε κάποιους μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 1946, στη Σύνοδο των Παρισίων, όπου εξετάστηκαν μόνο κάποια ζητήματα για τα θύματα του πολέμου. Στη Σύνοδο του Λονδίνου, το 1953, στην οποία συμμετείχαν ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία και Δυτική Γερμανία, το σύμφωνο που υπογράφτηκε ήταν σχετικά με τα εξωτερικά χρέη της Γερμανίας από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμου, αλλά και των νέων, που δημιουργήθηκαν στους τρεις συμμάχους, οι οποίοι μετείχαν στη Σύνοδο. Ετσι, τα χρόνια περνούσαν και σύμφωνο ειρήνης δεν υπογραφόταν... 

Και φθάσαμε στο 1989 και στην πτώση του Τείχους του Αίσχους στο Βερολίνο. Εναν χρόνο αργότερα, το 1990, είχαμε τη Συμφωνία των 2+4 (δηλαδή, μεταξύ ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Αγγλίας και Γαλλίας και των δύο Γερμανιών, Δυτικής και Ανατολικής) με την οποία ενοποιήθηκε η Γερμανία. Και εδώ είχαμε το νομικό colpo grosso των Γερμανών, οι οποίοι θεώρησαν ότι η Συμφωνία των 2+4 δεν αποτελούσε «σύμφωνο ειρήνης», και, επιπλέον, ότι δεν χρειαζόταν σύμφωνο ειρήνης, καθώς αυτή είχε επιτευχθεί με τη σύναψη των ειρηνικών σχέσεων μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και των άλλων ευρωπαϊκών κρατών, μεμονωμένα, εντός του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Με αυτό το νομικό τερατούργημα η Γερμανία θεωρεί ότι, πλέον, δεν είναι υποχρεωμένη να προχωρήσει σε πολεμικές επανορθώσεις και αποζημιώσεις! 

Αναφορικά με το κατοχικό αναγκαστικό δάνειο, ο γερμανικός ισχυρισμός είναι ότι δεν πρόκειται για «δάνειο», αλλά για... φόρο στους κατακτημένους Ελληνες, κάτι σαν τον κεφαλικό φόρο, το χαράτσι, που έβαζαν οι Οθωμανοί στους Ελληνες κατά την Τουρκοκρατία! Αλλά, όπως προαναφέραμε, ο ισχυρισμός είναι πέρα για πέρα έωλος, καθώς ακόμη και ο ίδιος ο Χίτλερ όχι μόνο είχε αναγνωρίσει το δάνειο, που είχε υπογραφεί στη Ρώμη στις 14 Μαρτίου 1942 μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος από τη μία πλευρά και της Γερμανίας και της Ιταλίας από την άλλη, αλλά είχε δώσει εντολή προκειμένου να ξεκινήσει η διαδικασία εξόφλησής του. 

Ποιο είναι το ύψος του δανείου αυτού; Σύμφωνα με την επιτροπή ειδικών, που είχε ως επικεφαλής τον Παναγιώτη Καρακούση, γενικό διευθυντή του υπουργείου Οικονομικών, το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο της Τράπεζας της Ελλάδος στους Γερμανούς ήταν (με τιμές του 2018) 12,8 δισ. δολάρια (στο ποσό αυτό δεν υπολογίζονται οι πολεμικές επανορθώσεις, το ύψος των οποίων είναι δεκάδες δισ. ευρώ)! 

Ο Γερμανός Πρόεδρος, ο οποίος επισκέπτεται τη χώρα μας, όπως και προκάτοχοί του, έχουν ζητήσει «συγγνώμη» για τις ναζιστικές θηριωδίες στην πατρίδα μας. Για να έχει, όμως, νόημα αυτή η «συγγνώμη» θα πρέπει να είναι έμπρακτη και σύμφωνη με τον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό! Και μέχρι σήμερα, η «συγγνώμη» της Γερμανίας είναι ανολοκλήρωτη και προσχηματική!