Σήμερα έχουμε επέτειο. Συμπληρώνονται οκτώ χρόνια από το αχρείαστο δημοψήφισμα του 2015. Μια επέτειος που είναι δύσκολο να ξεχαστεί. Μια επέτειος που την πληρώνει και θα την πληρώνει ισοβίως τόσο ο Αλέξης Τσίπρας όσο και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ (όσα ονόματα και σύμβολα κι αν αλλάξει). Και αυτό διότι ενώ μεσολάβησε ικανός χρόνος έκτοτε, ο Αλέξης Τσίπρας δεν ξεκαθάρισε ποτέ τη θέση του για αυτό το κομβικό λάθος κατά τους πρώτους μήνες της θητείας του.
Θα έπρεπε να είχε παραδεχτεί θαρραλέα το λάθος του και να βρει να πει δυο κουβέντες όταν μετέτρεψε το ΟΧΙ σε ΝΑΙ, βλέποντας τον όλεθρο να έρχεται. Εκτός κι αν ακόμη και τώρα θεωρεί τα πάντα καλώς καμωμένα και πιστεύει ότι ο κόσμος θα ξεχάσει κάτι που, πάντως, οι διπλές εκλογές έδειξαν ότι δεν συμβαίνει.
Ο κόσμος θυμάται τις ουρές στα ΑΤΜs, τα capital controls, τους τραμπουκισμούς, τις «τζάμπα μαγκιές» στην Ευρώπη και κυρίως τις άναρθρες κραυγές περί γερμανοτσολιάδων για όσους υποστηρίζαμε εξαρχής αυτό που εντέλει έκανε αναγκαστικά ο ΣΥΡΙΖΑ – και μάλιστα με κόστος ένα τρίτο, αχρείαστο Mνημόνιο.
Όπως και σε πλείστα όσα άλλα ζητήματα πολιτικής, το κύριο πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η πλήρης και τέλεια αδυναμία να χαραχτεί αυτή η έρμη η διαχωριστική γραμμή. Αυτή η διαχωριστική γραμμή μεταξύ του ουτοπικού-φαντασιακού ΣΥΡΙΖΑ και ενός κεντροαριστερού κόμματος που θα ασκήσει πολιτική με ρεαλισμό, χωρίς να επαναλαμβάνει ανούσιες και παρωχημένες μικροκομματικές παρόλες. Εάν αυτό είχε γίνει, έστω και το 2019 αμέσως μετά την πρώτη ισοπέδωση από τον οδοστρωτήρα Μητσοτάκη, ίσως ο ΣΥΡΙΖΑ, και συνακόλουθα ο Αλέξης Τσίπρας, να είχαν μια κάποια χρησιμότητα στο πολιτικό σύστημα.
Δεν συνέβη όμως και δεν πρόκειται να συμβεί απ’ ό,τι φαίνεται. Και αυτό είναι που αποδεικνύει άνευ ετέρου ότι μπορείς να κοροϊδέψεις λίγους για πολύ, πολλούς για λίγο, αλλά ποτέ πολλούς για πολύ.