Ήταν μια από εκείνες τις νύχτες στην Αττική που το φεγγάρι σκαρφαλώνει πάνω από το Πεντελικό και όλα σιωπούν. Όλα, εκτός από τον Πύργο της Δούκισσας. Εκεί, πίσω από βαριές κουρτίνες και παράθυρα που ποτέ δεν έμεναν ανοιχτά, ξετυλιγόταν μια ιστορία που ακόμη κι ο πιο τολμηρός ιστοριογράφος καταγράφει με μισόλογα.
Αλλά ας ξεκινήσουμε από την αρχή, μια αρχή γεμάτη παλάτια, εξουσία και αίμα.
Η Γαλλίδα που βύθισε την Αθήνα σε θρύλους
Η Σοφί ντε Μαρμπουά-Λεμπρέν γεννήθηκε το 1785 στην Αμερική, αλλά ήταν παιδί της γαλλικής διπλωματίας και των αυτοκρατορικών κύκλων. Η μητέρα της ήταν φιλόδοξη και ο πατέρας της, ο Φρανσουά ντε Μαρμπουά, υπήρξε υπουργός Οικονομικών του Ναπολέοντα και διαπραγματευτής της πώλησης της Λουιζιάνα.
Παντρεύτηκε σε νεαρή ηλικία τον Δούκα της Πλακεντίας – και η ζωή της στην ευρωπαϊκή αριστοκρατία φάνταζε τακτοποιημένη. Ώσπου την τράβηξε η Ελλάδα.
Δεν ήρθε για τον ήλιο, ήρθε για την Επανάσταση. Στάθηκε στο πλευρό των αγωνιστών, γνώρισε προσωπικά τον Μακρυγιάννη και τον Καποδίστρια, συγκρούστηκε ανοιχτά με την Αντιβασιλεία, έγινε προστάτιδα φτωχών και δασκάλων. Μα κάτι βαθύ και σκοτεινό τη σημάδεψε: ο θάνατος της κόρης της Ελίζας.
Λένε πως δεν τον άντεξε ποτέ, επίσης λένε πως η Δούκισσα δεν έθαψε το παιδί της, αλλά το φύλαξε.
Το ταριχευμένο κορίτσι και ο πύργος με τις στοές
Η Ελίζα πέθανε στα 14 της. Η μητέρα της, αρνούμενη να αποδεχθεί το τέλος, έφερε έναν Γάλλο ταριχευτή από το Παρίσι για να τη συντηρήσει. Την τοποθέτησε μέσα σε ένα γυάλινο φέρετρο, σε ένα δωμάτιο ντυμένο με βαριές κουρτίνες. Άλλοι λένε ότι την είχε σε μαρμάρινη κρύπτη, άλλοι πως την κουβαλούσε μαζί της. Όλοι, όμως, συμφωνούν ότι μετά τον θάνατο της κόρης της, η Δούκισσα έπαψε να είναι απλώς ευεργέτιδα. Έγινε κάτι άλλο. Κι όταν πια αποσύρθηκε στον Πύργο της Πεντέλης, τα πάντα έγιναν πιο θολά.
Ο πύργος χτίστηκε στα πρότυπα νεογοτθικού κάστρου, με σήραγγες, μυστικά δωμάτια και περάσματα που οδηγούσαν –λένε– σε υπόγεια τελεστήρια. Αρχιτέκτονάς του ήταν ο Σταμάτης Κλεάνθης, ο οποίος (όπως μαρτυρείται από γράμματα της εποχής) παραιτήθηκε από το έργο «λόγω παράλογων απαιτήσεων της Δούκισσας». Το εσωτερικό, φημολογείται, κοσμούσαν αγάλματα της Ίσιδας και χάλκινα φίδια.
Αλλά το πιο σκοτεινό σημείο του πύργου δεν ήταν το υπόγειο... ήταν η σιωπή του.
Οι νύχτες των τελετών και οι αθόρυβοι επισκέπτες
Μέσα από τις μαρτυρίες του λογοτέχνη Ανδρέα Καρκαβίτσα, που επισκέφθηκε την περιοχή το 1895, αναφέρονται «παράδοξα φώτα, μυρωδιές λιβανιού και φωνές» από τον εγκαταλελειμμένο πύργο. Άλλες καταγραφές, σε εφημερίδες όπως ο «Αιών» και το «Ελληνικόν Μέλλον», αναφέρουν «βωμούς λατρείας και αισχρότητας», υπονοώντας πως στον πύργο τελούνταν ερωτικά συμπόσια με τελετουργικό χαρακτήρα.
Ένα ανώνυμο γράμμα από το 1849 (που σήμερα φυλάσσεται στο Ιστορικό Αρχείο του δήμου Αθηναίων) περιγράφει ότι στον Πύργο «συνάγονται ξένοι της Ανατολής και κυρίες αμφιβόλου ηθικής, μετά μουσικής, δαυλών και θυμιαμάτων».
Οι κάτοικοι της περιοχής απέφευγαν να περνούν από το μονοπάτι του Πύργου τη νύχτα. Κι αν κάποιος άκουγε βιολί τα μεσάνυχτα, προτιμούσε να το αποδώσει στον άνεμο.
Μαύρη λειτουργία ή μαύρη φήμη;
Η φιλολογία για «μαύρες λειτουργίες» βασίζεται κυρίως στη στοχοποίηση της Δούκισσας από θρησκευτικούς κύκλους. Ο Παπουλάκος, λαϊκός ιεροκήρυκας με τεράστια επιρροή, την κατηγορούσε δημόσια για «βλασφημία και επικλήσεις δαιμόνων», ενώ άλλοι ιεροκήρυκες την ανέφεραν ως «ξένη μάγισσα που πλανεύει τους χριστιανούς».
Ήταν, όμως, μαγεία; Ή ήταν μια μορφή ελευθερογνωμοσύνης και αντισυμβατικότητας που δεν συγχωρούνταν από τη μικρή, τότε, αθηναϊκή κοινωνία;
Γιατί η Δούκισσα ήταν φανατική ροδουκρατική – μια φιλοσοφική αίρεση του Διαφωτισμού με μυστικιστικές ρίζες. Και ο κύκλος της είχε φιλοσόφους, ελευθεροτέκτονες, ακόμα και Οθωμανούς λόγιους.
Ήταν αυτό όργιο; Ή απλώς ένα δείπνο με περίεργη ατζέντα;
Το τέλος, το μυστήριο, το κουτί που δεν άνοιξε ποτέ
Η Δούκισσα πέθανε το 1854, πιθανότατα από πνευμονία. Άλλοι όμως μιλούν για δηλητηρίαση – όχι από εχθρό, αλλά από χημικά που χρησιμοποιούσε η ίδια για ταρίχευση. Το σώμα της λέγεται ότι παρέμεινε άταφο για εβδομάδες, μέχρι που θάφτηκε τελικά στην Πεντέλη, δίπλα στην Ελίζα.
Το σπίτι της λεηλατήθηκε, μα μια σιδερένια κασετίνα δεν άνοιξε ποτέ – ή, τουλάχιστον, δεν καταγράφηκε ποτέ το περιεχόμενό της.
Και κάπως έτσι, η Σοφί ντε Μαρμπουά-Λεμπρέν έσβησε από τη ζωή, αλλά όχι από το φως. Γιατί το φως εκείνο, το φως του Πύργου, λένε ότι ακόμη ανάβει κάποιες νύχτες. Κάτω απ’ το φεγγάρι, σαν υπόμνηση πως το σκοτάδι δεν ανήκει πάντα στους κακούς.
Πηγές:
- Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της Νεοελληνικής Κοινωνίας, τόμος Γ΄.
- Αρχείο εφημερίδας «Αιών», τεύχη 1846-1855.
- Σταύρος Καρκαλέτσης, Οι μυστηριώδεις Έλληνες, εκδ. Λιβάνη.
- Αρχείο Ιστορικού Μουσείου Αθήνας, Φάκελος: «Δούκισσα Πλακεντίας».
- Αναφορές του Ανδρέα Καρκαβίτσα από την επίσκεψή του στην Πεντέλη.