Δύο χρόνια μετά τη σφαγή της 7ης Οκτωβρίου, η εικόνα παραμένει χαραγμένη στη μνήμη όσων πιστεύουν στην αξία της ανθρώπινης ζωής. Νέοι που χόρευαν σε ένα φεστιβάλ ειρήνης, άνθρωποι που δεν κρατούσαν όπλα, βρέθηκαν μπροστά σε μια από τις πιο βάρβαρες επιθέσεις των τελευταίων δεκαετιών. Η Χαμάς δεν πολέμησε στρατιώτες. Εκτέλεσε, βασάνισε, απήγαγε. Και όμως, η διεθνής συζήτηση –ακόμα και στην Ελλάδα– μετατοπίστηκε σχεδόν αμέσως από τα θύματα στους «αγωνιστές».

Η ίδια ρητορική της αριστερής «ευαισθησίας» που εμφανίζεται σε κάθε γωνιά του κόσμου για να καταγγείλει την ισχύ των ισχυρών, αυτή τη φορά σώπασε. Ούτε μία ξεκάθαρη φράση για το ποιοι ξεκίνησαν τον κύκλο αίματος. Κάποιοι, μάλιστα, έφτασαν να δικαιολογούν τη σφαγή ως «αντίσταση», λες και η μαζική δολοφονία αμάχων μπορεί να χωρέσει σε οποιαδήποτε επαναστατική θεωρία.

Η υποκρισία αυτή δεν είναι απλώς πολιτική. Είναι ηθική. Οι ίδιοι άνθρωποι που σπεύδουν να διαδηλώσουν για κάθε μορφή αδικίας, που απαιτούν να μην «ξεχνάμε τα θύματα» όταν αυτά εξυπηρετούν το αφήγημά τους, επέλεξαν να ξεχάσουν τα παιδιά του Supernova. Επέλεξαν να αγνοήσουν ότι πίσω από κάθε ρουκέτα, πίσω από κάθε πανηγυρισμό της Χαμάς, κρύβεται ένα καθεστώς που καταπιέζει, που στρατολογεί παιδιά, που μετατρέπει τον θάνατο σε πολιτική προπαγάνδα.

Η αλληλεγγύη δεν είναι επιλεκτική. Δεν μετριέται με βάση ποιος κρατά το όπλο ή ποιον εξυπηρετεί η αφήγηση. Όποιος σιωπά μπροστά σε μια τέτοια θηριωδία, χάνει το δικαίωμα να μιλά για δικαιοσύνη. Δύο χρόνια μετά, οι φωνές των θυμάτων πνίγονται κάτω από τα συνθήματα όσων μπερδεύουν την ανθρωπιά με την ιδεοληψία. Και ίσως αυτό να είναι το πιο ανησυχητικό: ότι η βαρβαρότητα βρήκε υπερασπιστές ανάμεσα σε εκείνους που κάποτε ορκίζονταν πως είναι με τους αδύναμους.