Η επίσκεψη της Λάουρα Κοβέσι στην Αθήνα ήταν το «μεγάλο στοίχημα» της αντιπολίτευσης. Για μέρες καλλιεργήθηκε η εντύπωση ότι η Ευρωπαία εισαγγελέας έρχεται φορτωμένη με αποκαλύψεις, έτοιμη να βάλει φωτιά στο πολιτικό σκηνικό. Μόνο που η πραγματικότητα αποδείχθηκε πολύ πιο ανιαρή για όσους περίμεναν το σκάνδαλο του αιώνα.
Με ψυχραιμία και καθαρή γλώσσα, η Κοβέσι δήλωσε πως συνεργάζεται άψογα με τις ελληνικές αρχές. Ούτε υπονοούμενα, ούτε σκιές. Στο ζήτημα των αγροτικών επιδοτήσεων, που παρουσιάστηκε από την αντιπολίτευση σαν «ελληνική πατέντα απάτης», απάντησε πως πρόκειται για φαινόμενο πανευρωπαϊκό. Όχι, δεν υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο ελληνικό δράμα. Σχεδόν βαρετό, αν σκεφτεί κανείς την αγωνία με την οποία περίμεναν τα κόμματα της αντιπολίτευσης την εμφάνισή της.
Και για τα Τέμπη; Εκεί όπου στήθηκαν θεωρίες για «παράνομα φορτία» και «συγκάλυψη»; Η Κοβέσι το ξεκαθάρισε: στο γραφείο της δεν έχει φτάσει καμία καταγγελία για κάτι τέτοιο. Μηδέν. Σαν να λέει: «αν έχετε στοιχεία, καταθέστε τα, αλλιώς αφήστε τις ιστορίες». Μια απάντηση που σήμαινε αυτομάτως τη λήξη δύο «γαλάζιων σκανδάλων» τα οποία τόσο καιρό παρουσιάζονταν σαν καπνός που κάπου κρύβει φωτιά.
Στην πράξη, η Κοβέσι πέτυχε κάτι απλό. Έβγαλε την πολιτική υπερβολή από το κάδρο. Δεν προσέφερε εύκολες ατάκες για μικροκομματική εκμετάλλευση. Μίλησε για θεσμούς, διαδικασίες και για μια Ευρώπη που αντιμετωπίζει τις ίδιες προκλήσεις παντού. Με άλλα λόγια, ξενέρωσε όσους περίμεναν πυροτεχνήματα.
Η κυβέρνηση βρήκε έμμεση δικαίωση. Δεν χρειάστηκε καν να φωνάξει, αρκούσε να δείξει τις δηλώσεις της Ευρωπαίας εισαγγελέως. Η αντιπολίτευση, αντίθετα, έμεινε με το βάρος των δικών της προσδοκιών. Όταν στήνεις τόσο μεγάλο πανηγύρι, αλλά στο τέλος το αποτέλεσμα είναι ένα «όλα καλά», τότε το πρόβλημα δεν είναι ποιος μίλησε. Είναι ποιος σε άκουσε να υπόσχεσαι καταιγίδες και είδε τελικά ψιχάλες.