Η τριμερής σύνοδος Ελλάδας-Ισραήλ-Κύπρου δεν είναι μια τυπική διπλωματική διαδικασία.

Είναι μια ηχηρή γεωπολιτική δήλωση. Μια απάντηση σε όσους επενδύουν στο χάος, τον αναθεωρητισμό και τη μόνιμη αστάθεια στην Ανατολική Μεσόγειο. Και γι’ αυτό ακριβώς ενοχλεί τόσο πολύ: πρώτα την Άγκυρα και αμέσως μετά την εγχώρια μονίμως αρνητική Αριστερά.

Γιατί η σύνοδος είναι κομβική

Η σημασία της τριμερούς δεν βρίσκεται στα λόγια αλλά στο στρατηγικό της αποτύπωμα. Η Ελλάδα παύει να έχει αμυντικό-παθητικό ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο και αποκτά ρόλο ρυθμιστή. Η συνεργασία με το Ισραήλ δεν είναι συμβολική: αφορά κοινές στρατιωτικές ασκήσεις, αεράμυνα και αντι-drone τεχνολογίες, ανταλλαγή πληροφοριών, κυβερνοασφάλεια και προστασία κρίσιμων υποδομών -από ενεργειακές εγκαταστάσεις μέχρι λιμάνια και υποθαλάσσια δίκτυα.

Με την Κύπρο, η Ελλάδα διαμορφώνει ενιαίο γεωπολιτικό μέτωπο απέναντι σε αμφισβητούμενες ΑΟΖ και μονομερή τετελεσμένα. Η τριμερής ενισχύει την ενεργειακή ασφάλεια, ανοίγοντας δρόμους για διασυνδέσεις, επενδύσεις και διαφοροποίηση πηγών, μειώνοντας την εξάρτηση της Ευρώπης από μη φιλικούς πια προμηθευτές. Παράλληλα, λειτουργεί ως πλατφόρμα πολιτικής σταθερότητας: συντονισμός σε ανθρωπιστικά ζητήματα, ρόλος στην ανοικοδόμηση της Γάζας και ουσιαστική γέφυρα Ευρώπης–Μέσης Ανατολής.

Αυτό δεν είναι «στρατιωτικοποίηση», όπως διαδίδεται σκοπίμως. Είναι ενεργής αποτροπή. Και η αποτροπή είναι το μόνο εργαλείο που πραγματικά διασφαλίζει την ειρήνη.

Γιατί αντιδρά η Τουρκία

Η Τουρκία αντέδρασε με εκνευρισμό που άγγιξε τα όρια του πανικού. Ο τουρκικός Τύπος «το φύσηξε και δεν κρύωσε», μιλώντας για δήθεν «συμμαχία εναντίον της Τουρκίας». Υπουργοί και αναλυτές της Άγκυρας κατήγγειλαν την τριμερή ως αποσταθεροποιητική, την ίδια στιγμή που η ίδια η Τουρκία συνεχίζει τις εναέριες παραβάσεις στο Αιγαίο, τις υπερπτήσεις πάνω από ελληνικά νησιά και τη μόνιμη αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων.

Η ενόχληση είναι απλή: η τριμερής ακυρώνει το τουρκικό αφήγημα ότι τίποτα δεν κινείται χωρίς την Άγκυρα. Περιορίζει τον αναθεωρητισμό και διαγράφει στην πράξη τη «Γαλάζια Πατρίδα» που τόσο επιδιώκει ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Απέναντι δεν βρίσκεται πια μια «μόνη» Ελλάδα αλλά ένα πλέγμα σοβαρών, θεσμικών συμμαχιών, με τις ευλογίες των ΗΠΑ και τη λογική του σχήματος 3+1 (Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ-ΗΠΑ).

Ο επίδοξος «σουλτάνος» της Ανατολικής Μεσογείου αναγκάζεται να μαζευτεί. Ο ρυθμιστής πλέον δεν είναι η απειλή αλλά η συνεργασία.

Η Αριστερά και ο φόβος μιας ισχυρής Ελλάδας

Ακόμη πιο αποκαλυπτική είναι η στάση της ελληνικής Αριστεράς. Αντί να αναγνωρίσει τη στρατηγική αναβάθμιση της χώρας, επιλέγει να επιτεθεί στην κυβέρνηση με κραυγές περί «πολεμικών αξόνων». Παλιά της τέχνης κόσκινο. Ας θυμηθούμε τη στάση της στη μικρασιατική εκστρατεία και το Μακεδονικό ζήτημα. Γιατί μια Ελλάδα ισχυρή, με συμμαχίες και ρόλο σταθερότητας, δεν εξυπηρετεί την ιδεολογική της επιβίωση.

Αν η Ελλάδα πετύχει στον στρατηγικό της ρόλο, αν συμβάλει στην ανοικοδόμηση της Γάζας και υπάρξει προοπτική ειρήνης, τελειώνει το καύσιμο των ψευτοαγώνων. Ο αντισιωνισμός που συχνά μετατρέπεται σε ωμό αντισημιτισμό τρέφεται από τον πόλεμο και την κατάρρευση· η ειρήνη τον απογυμνώνει. Γι’ αυτό προτιμούν να χτυπούν τη χώρα τους αντί τον επικίνδυνο αναθεωρητισμό του Ερτνογάν.

Η αλήθεια είναι σκληρή αλλά καθαρή: ένα κομμάτι της Αριστεράς δεν θέλει μια δυνατή Ελλάδα, ούτε ειρήνη στην περιοχή. Όμως η εξωτερική πολιτική δεν γίνεται για να σώζει ιδεολογίες σε παρακμή. Γίνεται για να προστατεύει τη χώρα. Και αυτή η σύνοδος το απέδειξε ξεκάθαρα.