Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει καταφέρει κάτι μοναδικό στην ελληνική πολιτική σκηνή: να ηγηθεί της χώρας σε μια από τις πιο δύσκολες περιόδους της σύγχρονης ιστορίας της, να πετύχει ριζικές αλλαγές και, παρ’ όλα αυτά, να «δικάζεται» στο δικαστήριο της κοινής γνώμης για παθογένειες που δεν δημιούργησε ο ίδιος.
Από την πανδημία μέχρι την ενεργειακή κρίση και από τις διεθνείς γεωπολιτικές εντάσεις μέχρι τις διαχρονικές αδυναμίες του ελληνικού κράτους, η κυβέρνηση Μητσοτάκη κλήθηκε να διαχειριστεί ένα εξαιρετικά δύσκολο περιβάλλον. Παρά τις προκλήσεις, πέτυχε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, προσέλκυσε επενδύσεις, εκσυγχρόνισε το κράτος, και βελτίωσε την εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό. Και όμως, σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπος με μια κριτική που, σε μεγάλο βαθμό, δεν αφορά τις δικές του πολιτικές επιλογές, αλλά τις χρόνιες παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Η τραγωδία των Τεμπών, για παράδειγμα, δεν ήταν αποτέλεσμα πολιτικής απόφασης της σημερινής κυβέρνησης, αλλά μια μαύρη σελίδα της ελληνικής γραφειοκρατικής αδράνειας, της διαχρονικής υποβάθμισης των δημόσιων υποδομών και της ανικανότητας να εφαρμοστούν έγκαιρα μεταρρυθμίσεις που εκκρεμούσαν εδώ και δεκαετίες. Το ίδιο ισχύει και για τις καθυστερήσεις στη Δικαιοσύνη, τη διαφθορά, ή τη δυσλειτουργία του δημόσιου τομέα – προβλήματα που υπάρχουν από την αρχή της μεταπολίτευσης και στα οποία καμία κυβέρνηση δεν μπόρεσε να δώσει οριστική λύση.
Κι όμως, η αντιπολίτευση και μέρος της κοινής γνώμης αντιμετωπίζουν τον Μητσοτάκη ως τον βασικό υπεύθυνο για όλα αυτά, λες και το 2023 ή το 2024 ήταν το έτος μηδέν για τη χώρα. Το αφήγημα αυτό, που καλλιεργείται συστηματικά, αγνοεί το γεγονός ότι αν κάποιος πρωθυπουργός έχει προσπαθήσει να συγκρουστεί με τις παθογένειες του παρελθόντος, αυτός είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Προφανώς, κάθε κυβέρνηση έχει ευθύνη για τις πολιτικές της. Αλλά είναι άλλο η εποικοδομητική κριτική και άλλο η ισοπεδωτική αντιμετώπιση ενός ηγέτη που, αντί να αναπαράγει τις νοοτροπίες του παρελθόντος, επιχείρησε να τις αλλάξει. Η Ελλάδα του 2025 είναι μια χώρα πολύ πιο ισχυρή, πιο σύγχρονη και πιο αξιόπιστη από ό,τι το 2019 – και αυτό είναι κάτι που κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί, ακόμα και αν διαφωνεί πολιτικά με τον Μητσοτάκη.
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι αν η Ελλάδα θέλει να συνεχίσει στον δρόμο της μεταρρύθμισης και της προόδου ή αν θα επιστρέψει στις συνταγές του παρελθόντος που μας οδήγησαν στην κρίση. Και σε αυτή την επιλογή, ο Μητσοτάκης δεν δικάζεται απλώς για τα δικά του πεπραγμένα, αλλά για ολόκληρο το μέλλον της χώρας.