Η προσφυγή ανωτάτων δικαστικών στο Ελεγκτικό Συνέδριο κατά των περικοπών στις συντάξιμες αποδοχές τους δεν είναι νέο φαινόμενο. Αντιθέτως, ακόμη και στην προ της κρίσης περίοδο, οι προσφυγές των δικαστικών και οι σχετικές αποφάσεις από τα αρμόδια δικαστήρια ήταν αυτές που δημιουργούσαν, για παράδειγμα, ένα ντόμινο που οδηγούσε και στην αύξηση των αποδοχών των –συνταξιούχων και μη– βουλευτών, καθώς η βουλευτική αποζημίωση συνδέεται με τις αποδοχές των ανώτατων δικαστικών. Η τελευταία απόφαση ωστόσο του Ελεγκτικού Συνεδρίου που δικαιώνει τους δικαστικούς για την προσφυγή τους και ακυρώνει τις μνημονιακές περικοπές στις συντάξεις τους μπορεί και να ήταν απλώς μια είδηση που θα έμενε στις πρώτες σελίδες για μια-δυο μέρες και ύστερα θα ξεχνιόταν.
Γράφει η Έρση Παπαδάκη
Τα πράγματα ωστόσο είναι διαφορετικά και αυτό διότι ένας από τους τρεις δικαστές που έχουν προσφύγει είναι ο Χρήστος Ράμμος. Ο οποίος τυγχάνει πρόεδρος της Ανεξάρτητης Αρχής για τη Διασφάλιση του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) και το όνομά του έχει γίνει ακριβώς γνωστό από την υπόθεση των παρακολουθήσεων. Κυρίως δε από τη στάση που έχει κρατήσει ο κ. Ράμμος κατά της κυβέρνησης και, αντιστοίχως, τη στήριξή του από την αντιπολίτευση, η οποία έχει αναγάγει σε «σημαία» της τις παρεμβάσεις του και τους ισχυρισμούς του κατά της κυβέρνησης. Στην υπόθεση συνεπώς της εκδίκασης της προσφυγής του κ. Ράμμου και των δύο συναδέλφων του από το Ελεγκτικό Συνέδριο για τις αποδοχές των δικαστικών και τις μνημονιακές περικοπές, το αυτονόητο ερώτημα εάν είναι ηθικό και δεοντολογικό οι δικαστές να εκδικάζουν τις προσφυγές των συναδέλφων τους διευρύνεται με το ερώτημα εάν είναι ηθικό και δεοντολογικό ένας από τους προσφεύγοντες να είναι ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ.
Εκτίθεται μόνος του
Και τούτο όχι διότι είναι γνωστό πως οι πρόεδροι των Ανεξάρτητων Αρχών είναι οι καλύτερα αμειβόμενοι δημόσιοι λειτουργοί, αλλά διότι ο κ. Ράμμος διορίζεται σ’ αυτή τη θέση από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής –άρα με την ελάχιστη διακομματική συναίνεση– και επιπλέον ο ίδιος έχει επιλέξει να ασκήσει σφοδρή κριτική στην κυβέρνηση για την υπόθεση των παρακολουθήσεων και όχι απλώς να περιοριστεί στο ρόλο που επιφυλάσσουν για την Αρχή της οποίας προΐσταται το Σύνταγμα και η νομοθεσία. Για πολλούς συνεπώς ο κ. Ράμμος βρίσκεται δικαιολογημένα έκθετος με την ενέργειά του – ή, τουλάχιστον, δεν μπορεί να εμφανίζεται ως αντικειμενικός όταν ασκεί τέτοιου είδους κριτική στην κυβέρνηση με αφορμή την υπόθεση των παρακολουθήσεων.
Την περασμένη εβδομάδα εξάλλου, ο κ. Ράμμος βρέθηκε στις Βρυξέλλες, ενώπιον της Επιτροπής LIBE του Ευρωκοινοβουλίου, όπου κατηγόρησε ευθέως την κυβέρνηση για πιέσεις και απειλές προς τον ίδιο και μέλη της ΑΔΑΕ αναφορικά με την ίδια υπόθεση. Ασκησε δε κριτική και στη Δικαιοσύνη για το γεγονός ότι, σύμφωνα με τον ίδιο, επί 18 μήνες δεν έχουν ασκηθεί διώξεις για την υπόθεση των παρακολουθήσεων, ενώ αντιθέτως –και πάντα σύμφωνα με τον ίδιο– διώκονται στελέχη της ΑΔΑΕ, τα οποία σημειωτέον ότι απλώς έχουν κληθεί να καταθέσουν ως ύποπτοι για τη διαρροή προς τα μέσα ενημέρωσης στοιχείων της έρευνας για τις παρακολουθήσεις που βρίσκονταν τότε σε εξέλιξη.
Με επιλεκτική μνήμη
Ο κ. Ράμμος ερμήνευσε παράλληλα ως «πίεση και απειλή» την απόφαση της Βουλής να αντικαταστήσει τρία από τα επτά μέλη της διοίκησης της ΑΔΑΕ, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για παρέμβαση στην ανεξαρτησία της Αρχής, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα. Μάλλον «ξέχασε» ωστόσο το γεγονός ότι η θητεία τους είχε λήξει από το Μάρτιο του 2022, ενώ σε άλλο σημείο της παρέμβασής του ενώπιον της επιτροπής του Ευρωκοινοβουλίου ισχυρίστηκε ότι έγινε με οριακή και κατά παράβαση του Συντάγματος πλειοψηφία, αναπαράγοντας κατ’ ουσίαν τα επιχειρήματα της αντιπολίτευσης και συγκεκριμένα αυτών που προέταξαν ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ. Για όσους δεν θυμούνται, άλλωστε, ο κ. Ράμμος ήταν εκείνος που επέλεξε να ενημερώσει «προσωπικά» πριν από τις εκλογές τον Αλέξη Τσίπρα για τη διερεύνηση της υπόθεσης από την ΑΔΑΕ, επικαλούμενος «τη σχετική νομοθεσία» και ερμηνεύοντας ξανά ως «πίεση και απειλή» τις δηλώσεις στελεχών της ΝΔ περί προσπάθειάς του να πολιτικοποιήσει την υπόθεση. Σχεδόν ταυτόχρονα, άλλωστε, είχαν κυκλοφορήσει φήμες περί «αξιοποίησής» του στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ. Οι οποίες εν έλει δεν ευοδώθηκαν, αλλά… ουδείς γνωρίζει αν θα ευοδωθούν στο μέλλον.