Πάλι μέσα Ιανουαρίου, ο πρωθυπουργός ανακοίνωνε την υποψηφιότητα της Κατερίνας Σακελλαροπούλου, κάτι που δηλώνει καταρχήν θεσμική συνέπεια και συγχρόνως προσήλωση σε αρχές.
Ωστόσο, αυτήν τη φορά η απόφαση, όποια κι αν είναι, θα ληφθεί σ’ ένα διαφορετικό πολιτικό τοπίο, αφού συνεκτιμηθούν οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί στη διεθνή σκηνή με τα νέα δεδομένα που έχουν προκύψει στη σύνθεση του Κοινοβουλίου και τις κατά καιρούς διαφωνίες στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας.
Προφανώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν προτίθεται να δώσει χαρακτήρα πασαρέλας στη διαδικασία. Ωστόσο, με βάση την περιρρέουσα ατμόσφαιρα –ως κλίμα γιατί επί της ουσίας η εκλογή Προέδρου ευτυχώς δεν βάζει (διά χειρός Μητσοτάκη) σε περιπέτειες τη χώρα– η απόφαση δεν μπορεί να αγνοήσει τον προβληματισμό που αναπτύσσεται στο εσωτερικό της κυβερνώσας παράταξης. Προβληματισμός κάθε άλλο παρά αναίτιος ως προς το κριτήριο που αποκλείει μια υποψηφιότητα από τον χώρο της Κεντροδεξιάς, ώστε να είναι κοινής αποδοχής.
Το αντεπιχείρημα ότι μια «κομματική» υποψηφιότητα περιχαρακώνει τη ΝΔ στα πολιτικά της όρια δεν είναι ισχυρό, λαμβανομένου υπόψη ότι η σημερινή «πλουραλιστική» ΝΔ επιτρέπει στον πρωθυπουργό η απόφαση που θα λάβει να έχει «υπερβατικά» πολιτικά χαρακτηριστικά.