Μια βολική και απλοϊκή εξήγηση για το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαΐου και –εκτός συγκλονιστικού απροόπτου– και αυτού που θα βγάλει η κάλπη την ερχόμενη Κυριακή είναι ότι ο Αλέξης Τσίπρας πλέον έχει... συνηθίσει στις ήττες. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Κυριάκος Μητσοτάκης παίζει εν ου παικτοίς. Κερδίζει δηλαδή γιατί δεν έχει αντίπαλο.
ΕΡΣΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Ομως, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική, καθώς ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας έχτισε από το 2016, όταν ανέλαβε τα ηνία του κόμματός του, με έναν πολύ μεθοδικό και αποτελεσματικό τρόπο το ηγετικό προφίλ του και δοκιμάστηκε στην πράξη από το 2019 και σήμερα, όταν δηλαδή κέρδισε η Νέα Δημοκρατία τις εκλογές και ο ίδιος εγκαταστάθηκε στο Μέγαρο Μαξίμου.
Αυτή η δοκιμασία του κ. Μητσοτάκη λοιπόν κρίθηκε ως απολύτως επιτυχημένη και αυτή είναι στον μέγιστο βαθμό που οδηγεί εκείνον και το κόμμα του στην επανάληψη του θριάμβου που κατήγαγαν στις 21 Μαΐου. Στην επισφράγιση ενός μοναδικού στα νεότερα πολιτικά χρονικά αποτελέσματος, το οποίο αποτελεί πολιτικό σεισμό και αλλάζει άρδην τον τρόπο με τον οποίο διαρθρώνεται από εδώ και στο εξής το εγχώριο σκηνικό.
Εθισμένος στην ήττα
Με τον κ. Μητσοτάκη και την κεντροδεξιά, φιλελεύθερη παράταξη της Νέας Δημοκρατίας ως έναν ισχυρό πόλο μεταρρύθμισης και ρεαλισμού και την αντιπολίτευση αδύναμη και κατακερματισμένη ακριβώς επειδή δεν μπορεί ν’ αντιπαρατάξει απέναντι στον κ. Μητσοτάκη έναν εξίσου σοβαρό και αξιόπιστο ηγέτη – ιδίως δε από τη στιγμή που πλέον τον κ. Τσίπρα τον αντιμετωπίζουν ακόμη και οι σύντροφοί του στην Κουμουνδούρου λίγο ή πολύ ως... καμένο χαρτί.
Η ικανότητα του κ. Μητσοτάκη στη διαχείριση σοβαρών κρίσεων, το όραμα που έχει για την Ελλάδα του μέλλοντος και η παρρησία με την οποία αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει παθογένειες ετών και δύσκολες καταστάσεις είναι έτσι μερικά από τα χαρακτηριστικά που συντελούν στην ποιοτική υπεροχή του έναντι των αντιπάλων του και συσπειρώνουν τους ψηφοφόρους γύρω από τη Νέα Δημοκρατία.
Σε ποσοστά εντυπωσιακά, όσο και η σύνθεση του εκλογικού σώματος, καταργώντας κατ’ ουσίαν στην πράξη και όχι απλώς στα λόγια για πρώτη φορά τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην αριστερά και τη δεξιά, καθώς είναι χαρακτηριστικό ότι λίγα 24ωρα προτού ανοίξουν οι κάλπες ακόμη και στις δημοσκοπήσεις υπάρχει μερίδα ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ που πιστεύει και δηλώνει ότι ο κ. Μητσοτάκης είναι καλύτερος και καταλληλότερος ηγέτης από οποιονδήποτε άλλον πολιτικό αρχηγό – συμπεριλαμβανομένου ασφαλώς και του κ. Τσίπρα.
Με άλλα λόγια, το άνοιγμα που πραγματοποίησε η Νέα Δημοκρατία το 2019 στον λεγόμενο μεσαίο χώρο και μάλιστα με την αφοσίωση του ίδιου του κ. Μητσοτάκη σ’ αυτόν τον στόχο, με αποτέλεσμα να λοιδορηθεί ακόμη και από «γαλάζια» στελέχη που είχαν άλλη άποψη, δικαιώθηκε.
Και τώρα, σ’ αυτές τις εκλογές επεκτείνεται με εντυπωσιακό τρόπο πέραν του μεσαίου χώρου, αφού η Νέα Δημοκρατία «κλέβει» ψηφοφόρους ακόμη και από τον ΣΥΡΙΖΑ ή από άλλα μικρότερα και μεγαλύτερα κόμματα, καθώς ο κ. Μητσοτάκης αποτελεί πόλο έλξης γι’ αυτούς.
Αποτελεί μια προσωπικότητα που τους γοητεύει, καθώς εκπέμπει σιγουριά, εμπιστοσύνη και ασφάλεια ως προς τη διαχείριση των κρίσεων, αλλά και της καθημερινότητας και των διαφόρων μικρών και μεγάλων προβλημάτων που παραμένουν.
Μακριά από κορόνες
Ενα επιπλέον σημείο που ανέδειξε την υπεροχή του κ. Μητσοτάκη –και επιβεβαιώνεται στη διαφημιστική καμπάνια της Νέας Δημοκρατίας τα τελευταία 24ωρα, με τα τηλεοπτικά σποτ της– είναι η απουσία αιχμηρού πολιτικού λόγου. Σε αντίθεση με τον τοξικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ και του κ. Τσίπρα και την αμηχανία του Νίκου Ανδρουλάκη και του ΠΑΣΟΚ, ο κ. Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία κατάφεραν να παρουσιάσουν έναν προγραμματικό λόγο, από τον οποίο απουσίασαν οι κορόνες, οι εξάρσεις και κυρίως οι προσωπικές επιθέσεις κατά των πολιτικών αντιπάλων του.
Η τακτική αυτή φαίνεται ότι εκτιμήθηκε και εκτιμάται δεόντως από τους ψηφοφόρους, οι οποίοι διψούν ν’ ακούσουν έναν πολιτικό και έναν ηγέτη, ο οποίος δεν έχει μόνο να κατηγορήσει τους αντιπάλους του, αλλ’ αντιθέτως ν’ ασχοληθεί με τα πραγματικά προβλήματα και την καθημερινότητα, να προτείνει λύσεις και κυρίως να παρουσιαστεί ενωτικός προς όφελος των πολιτών.
Με άλλα λόγια, δεν είναι η αδυναμία του κ. Τσίπρα να σταθεί δίπλα στον κ. Μητσοτάκη που «ψηλώνει» τον δεύτερο, αλλά ακριβώς η ικανότητα του κ. Μητσοτάκη που κάνει τον κ. Τσίπρα να υστερεί...