Μία από τις σκληρότερες υποθέσεις σεξουαλικής εκμετάλλευσης γυναικών από τη Λατινική Αμερική, με κέντρα δράσης του κυκλώματος του οργανωμένου εγκλήματος την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και με σχεδόν βέβαιες προεκτάσεις στο διεθνές εμπόριο ναρκωτικών, αποκαλύφθηκε πριν από λίγες ημέρες. Μία υπόθεση από αυτές που κανείς βλέπει να εξελίσσονται μόνο ως τηλεοπτικές σειρές σε κάποια από τις ψηφιακές πλατφόρμες. Με τη διαφορά ότι πίσω από κάθε σειρά φαντασίας, σχεδόν πάντα, βρίσκεται μία από τις από τις πιο βάναυσες πλευρές της πραγματικής ζωής.
Γράφει ο Κώστας Δημητράκος
Η πιθανή διασύνδεση μιας μεγάλης ομάδας Κολομβιανών κακοποιών και Αλβανών συνεργατών τους στην Ελλάδα με καρτέλ ναρκωτικών από τη Λατινική Αμερική είναι αυτό που ερευνούν οι υπηρεσίες που εξάρθρωσαν το μεγάλο κύκλωμα μαστροπείας. Στο ελληνικό έδαφος έδρασε η Υποδιεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος και Εμπορίας Ανθρώπων της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής. Η επιχείρηση, όμως, που έστησε ήταν αποτέλεσμα διεθνούς συνεργασίας και συγκεκριμένα με την ισπανική αστυνομία, την Interpol, τη Homeland Security των ΗΠΑ και δύο μη κυβερνητικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα με αντικείμενο την παροχή βοήθειας σε γυναίκες θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης και εμπορίου ανθρώπων. Σε αυτήν την ιστορία και έπειτα από όλες τις συντονισμένες γυναίκες, σώθηκαν 51 γυναίκες, οι περισσότερες από την Κολομβία.
Μπορεί στην Ελλάδα να προκαλεί εντύπωση η εμπλοκή μιας γυναίκας 71 ετών, γνωστής στις πιάτσες του πληρωμένου έρωτα της Αθήνας ως «Μαρίνα», πρώην πόρνης που δραστηριοποιείται εδώ και αρκετά χρόνια ως μισθώτρια οίκων ανοχής αλλά και εκπόρνευσης νέων γυναικών. Δεν είναι τυχαίο ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που έγιναν γνωστές, μεταξύ των οίκων ανοχής που εκμίσθωνε ήταν και αυτός στον οποίο ο προφυλακισμένος Ηλίας Μίχος εξέδιδε τη 12χρονη κοπέλα από τον Κολωνό. Το διεθνές εγκληματικό δίκτυο, όμως, στο οποίο συμμετείχε κάνει τη δική της, ατομική, περίπτωση να μοιάζει με τη γραφική πλευρά της υπόθεσης.
Συντονισμένη αστυνομική επιχείρηση
Ορισμένες λεπτομέρειες της υπόθεσης είχε δώσει προ ημερών ο διευθυντής της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, ταξίαρχος Ιωάννης Σκούρας. Είχε αναφέρει, μεταξύ άλλων: «Για τον τερματισμό της δράσης του εν λόγω εγκληματικού δικτύου οργανώθηκε και πραγματοποιήθηκε συντονισμένη αστυνομική επιχείρηση, στο πλαίσιο της οποίας πρωινές και μεσημεριανές ώρες της 30ής Ιουνίου 2023 σε Αττική και Θεσσαλονίκη συνελήφθησαν έντεκα μέλη του εγκληματικού δικτύου, ενώ ταυτόχρονα διενεργήθηκε έλεγχος σε δεκατρείς οίκους ανοχής, όπου συνελήφθησαν και 11 γυναίκες, ως προσωπικό των οίκων ανοχής. Παράλληλα, διασώθηκαν 51 θύματα γυναίκες, από τις οποίες 48 υπήκοοι Κολομβίας, 2 Βενεζουέλας και 1 Αλβανίας».
Το εγκληματικό δίκτυο χρησιμοποιούσε πολλές μεθόδους για να αναγκάζει τις γυναίκες να μπαίνουν στα αεροπλάνα, τα φορτηγά και τα λεωφορεία της φυγής από τις χώρες τους και να καταλήγουν υπό εξευτελιστικές και ταπεινωτικές συνθήκες να εκδίδονται σε οίκους ανοχής της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Ανατριχιαστικό είναι το γεγονός ότι οι γυναίκες δέχονταν την απίστευτη βία των σωματέμπορων με σκοπό τη διακοπή της έμμηνου ρύσης τους και όταν αυτό δεν κατορθωνόταν, πλήρωναν πρόστιμο στους κακοποιούς.
Στους οίκους ανοχής εξανάγκαζαν τις γυναίκες να εκδίδονται αντί του ποσού των 50 ευρώ, χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα την ύπαρξη υπέρογκου χρέους, που κυμαινόταν από 2.600 έως 2.800 ευρώ, ενώ αφαιρούσαν από αυτές το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που αποκόμιζαν. Οπως ανέφερε ο κ. Σκούρας, τα κέρδη που αποκόμιζαν από τη δράση τους τα μέλη του εγκληματικού κυκλώματος ξεπερνούσαν τα 160.000 ευρώ μηνιαίως, εκ των οποίων τα 130.000 ευρώ προέρχονταν από τους οίκους ανοχής στην Αττική. Επί της ουσίας επρόκειτο για δύο υπο-οργανώσεις.
«Ξέπλυμα» μέσω εταιρείας real estate
Αναφορικά με το ρόλο που είχε κάθε μέλος της πρώτης σπείρας, προέκυψε ότι τα δύο αρχηγικά μέλη διηύθυναν την εγκληματική οργάνωση, ήλεγχαν τη δράση των μελών, έδιναν την τελική έγκριση για τη στρατολόγηση των εκδιδομένων γυναικών, καθόριζαν το χρέος της καθεμίας, ήταν ιδιοκτήτες-εκμεταλλευτές των οίκων ανοχής, διαχειρίζονταν τα παράνομα κέρδη και οργάνωναν τη νομιμοποίησή τους. Για αυτόν το σκοπό είχαν ιδρύσει μια εταιρεία real estate, η οποία «ξέπλενε» τα έσοδα από τους οίκους ανοχής, αγοράζοντας ακίνητα στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και μετατρέποντάς τα σε οίκους ανοχής!
Η πρώτη οργάνωση απαρτιζόταν από εννέα άτομα, με τη δράση τους να τοποθετείται τουλάχιστον από τον Ιούλιο του 2020. Διατηρούσαν συνολικά δώδεκα οίκους ανοχής, από τους οποίους οι δέκα στην Αττική και οι δύο στη Θεσσαλονίκη, καθώς και πέντε διαμερίσματα, όπου μετέφεραν και εγκαθιστούσαν τα θύματά τους.
Η δεύτερη οργάνωση αποτελείτο από τέσσερα μέλη, από τα οποία δύο ήταν αρχηγικά, έχοντας διαρκή δράση τουλάχιστον από το 2021, με σκοπό την εκμετάλλευση γυναικών στους οκτώ οίκους ανοχής που διατηρούσαν στο κέντρο της Αθήνας. Τα άλλα δύο μέλη, τα οποία ήταν κοινά και στις δύο εγκληματικές οργανώσεις, αποτελούσαν τους στρατολογητές των γυναικών, τις οποίες μετέφεραν αεροπορικά στη χώρα μας και τις εγκαθιστούσαν σε τρία διαμερίσματα που διατηρούσε η εν λόγω εγκληματική οργάνωση στην Καλλιθέα. Από εκεί τις μετέφεραν στους οίκους ανοχής, αντί αμοιβής 5 ευρώ ανά διαδρομή, και τις εξανάγκαζαν να πραγματοποιούν δεκάδες ερωτικά ραντεβού, καθημερινά και χωρίς ρεπό, για 20 ευρώ ανά ραντεβού.
Οι ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ των ξένων και των ελληνικών υπηρεσιών δίωξης συνεχίζονται, καθώς υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις ότι η δράση των συγκεκριμένων ομάδων του οργανωμένου εγκλήματος δεν σταματούσε σε όλα αυτά για τα οποία κατηγορούνται, αλλά επεκτεινόταν και σε άλλα πεδία.