Η εικόνα των εκατό χούλιγκαν να βαδίζουν εν σειρά με στειλιάρια στο χέρι και κουκούλες στο κεφάλι, στον σταθμό του Ηλεκτρικού, μου είναι γνώριμη, μου ξυπνά και εφιάλτες από τα πέτρινα χρόνια που τη ζούσα καθημερινώς στα Εξάρχεια. Πρώτα η βοή, οι φωνές, μετά οι φωτιές, οι πέτρες, οι βανδαλισμοί, ο πηχτός αέρας, οι κρότου λάμψης, οι φωτοβολίδες, τα χημικά, το ποδοβολητό, οι ύβρεις, κλέφτες κι αστυνόμοι, η πόλις εάλω…

Η πόλις νεκρή, οι άνθρωποι νεκροζώντανοι, μαζεύουν τα συντρίμμια κάθε πρωί, σαρώνουν γυαλιά καρφιά, περιμένουν να νυχτώσει, να ξαναζήσουν τα ίδια – ζωή δεν το λες, είναι κάτι εντελώς τυχαίο, ζεις αλλά μπορεί και να πεθάνεις, συμβαίνει στη ρωσική ρουλέτα. Οι Αρχές λυπούνται πολύ αλλά περισσότερο κοιμούνται, οι ασύρματοι ξερνούν εντολές, συνήθως είναι αλλοπρόσαλλες, κολλάνε στους τοίχους, τις ακούμε πίσω από τις γρίλιες, άλλη μια μέρα που θα παιχτεί η ζωή μας στα ζάρια, άλλη μια φωνή που θα πει «ευτυχώς δεν είχαμε νεκρό».

Οι Κροάτες που συνελήφθησαν και ανακρίνονται για τον θάνατο του οπαδού της ΑΕΚ είναι άνθρωποι με δικαιώματα, τα οποία πρέπει να γίνουν σεβαστά εις το ακέραιον – το προβλέπει η νομοθεσία μας. Ομοίως προβλέπει και τις υποχρεώσεις τους και σε αυτές δεν περιλαμβάνεται η κοπή κεντρικής βραχιόνιας αρτηρίας με μαχαίρι δίκοπο – άλλη μια φωνή που θα πει «δυστυχώς είχαμε νεκρό».

Μόλις διαβάσατε το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Συγγνώμη, Γκαμπριέλ Γκαρσία…