Τίποτα δεν είναι όπως ακριβώς φαίνεται. Το ίδιο και στην περίπτωση του Νίκου Ανδρουλάκη και της υπόθεσης των «υποκλοπών», όπως την έχει... βαφτίσει –για προφανείς λόγους– η αντιπολίτευση. Η πραγματικότητα λοιπόν είναι εντελώς διαφορετική και αυτό είναι πλέον πολύ πιθανό ν’ αποκαλυφθεί με τις επικείμενες εξελίξεις έπειτα από την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που δέχθηκε εν μέρει και όχι στο σύνολο τους ισχυρισμούς του προέδρου του ΠΑΣΟΚ.

Γράφει η Έρση Παπαδάκη

Επί της ουσίας, η απόφαση του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου αναπέμπει την υπόθεση στην ολομέλεια της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, η οποία θα πρέπει να κρίνει εκ νέου και με βάση την παλαιά νομοθεσία το αν πρέπει ή όχι να μάθει ο Νίκος Ανδρουλάκης τους πραγματικούς λόγους για τη «νόμιμη επισύνδεση» της τηλεφωνικής γραμμής του.

Με άλλα λόγια, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ προφανώς βιάστηκε όταν μίλησε για «νίκη του κράτους δικαίου» και την απόλυτη δικαίωσή του την περασμένη Παρασκευή, όταν έγινε γνωστή η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Και στην προσεχή συνάντησή του με τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ Χρήστο Ράμμο δεν πρόκειται ασφαλώς να μάθει αυτομάτως από αυτόν τους λόγους για τους οποίους η ΕΥΠ παρακολουθούσε το τηλέφωνό του. Μεσολαβεί η διαδικασία που αναφέρθηκε παραπάνω, η οποία σε κάθε περίπτωση στηρίζεται σε συγκεκριμένες νομοθετικές διατάξεις.

Δικλίδες ασφαλείας

Αλλωστε, σε συγκεκριμένες νομοθετικές διατάξεις στηρίχθηκε και η εισαγγελική εντολή για τη «νόμιμη επισύνδεση» της τηλεφωνικής γραμμής του Νίκου Ανδρουλάκη και αυτό καταρρίπτει τον οποιονδήποτε ισχυρισμό περί «υποκλοπών», όπως αναφέρει διαρκώς ο ίδιος ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, αλλά και η αντιπολίτευση – συμπεριλαμβανομένου του ΣΥΡΙΖΑ, που τάχα κόπτεται για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα, λησμονώντας όσα τραγικά είχαν συμβεί επί της δικής του διακυβέρνησης μαζί με τους ΑΝΕΛ. Είναι άλλωστε ξεκάθαρο ότι στη νομοθετική διάταξη προβλέπονται συγκεκριμένες δικλίδες ασφαλείας, οι οποίες –εφόσον αποκαλυφθούν– θα ρίξουν πράγματι φως στην υπόθεση και θα διαλύσουν τους μύθους γύρω από τις «υποκλοπές».

Συγκεκριμένα, δεν είναι μόνο το ποιος ζήτησε τη «νόμιμη επισύνδεση» του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη, πότε και γιατί. Αλλά κυρίως ο λόγος, βάσει του οποίου η εισαγγελέας της ΕΥΠ διέταξε την επισύνδεση, για την οποία υπενθυμίζεται άλλωστε ότι χρειάστηκαν έξι υπογραφές υπηρεσιακών στελεχών της ΕΥΠ και όχι μόνο μια υπερβολική ή αυθαίρετη προσωπική απόφαση της εισαγγελέως. Αυτό σημαίνει ότι και ο ίδιος ο Νίκος Ανδρουλάκης θα πρέπει να πει την αλήθεια και να ενημερώσει τους πολίτες αμέσως μετά τη συνάντηση που θα έχει με τον Χρήστο Ράμμο και εφόσον προχωρήσει η διαδικασία ενημέρωσής του από την ολομέλεια της ΑΔΑΕ ποιος ήταν πραγματικά ο λόγος της παρακολούθησής του – ακόμη κι αν αυτό σημαίνει βέβαια ότι καταρρίπτονται όσα καταλόγιζε έως σήμερα στην κυβέρνηση για το περιστατικό.

Σε ό,τι αφορά την επίμαχη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο Νίκος Ανδρουλάκης επιμένει ότι αποτελεί την πλήρη δικαίωσή του, αλλά η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Δεν κρίνει καν ως αντισυνταγματική –όπως ισχυρίζεται εκείνος– τη νομοθετική διάταξη που έφερε η κυβέρνηση το 2022, αμέσως μετά τη γνωστοποίηση της υπόθεσης. Ενώ για τη νομοθετική διάταξη του 2021 στην οποία στηρίχθηκε η «νόμιμη επισύνδεση» του τηλεφώνου του προέδρου του ΠΑΣΟΚ είχε ψηφιστεί –ως τροπολογία– και από το κόμμα του, με τον Νίκο Ανδρουλάκη να το έχει... ξεχάσει.

Σε κάθε περίπτωση, οι διατάξεις για τις «νόμιμες επισυνδέσεις» αφορούν τα πολιτικά πρόσωπα και βέβαια οι ευρωβουλευτές –όπως ήταν ο Νίκος Ανδρουλάκης κατά την επίμαχη περίοδο– δεν μπορούν να θεωρούνται υπεράνω νόμων, όσο κι αν ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ σήμερα θεωρεί ότι δικαιούται να έχει μια άλλη άποψη. Αρκεί η άποψη να είναι βάσιμη και στην περίπτωση αυτήν είναι προφανές πως τούτο δεν συμβαίνει...