Το ερώτημα είναι απλό: Υπάρχει έστω και μία δήλωση του πρωθυπουργού, του υπουργού Εξωτερικών, του υπουργού Εθνικής Αμυνας ή κάποιου άλλου στελέχους της κυβέρνησης που να δημιουργεί τη παραμικρή υπόνοια υποχώρησης από την εθνική γραμμή αναφορικά με τα ελληνοτουρκικά; Η απάντηση είναι σαφής και δεν επιδέχεται αμφισβήτησης: Οχι. Οπότε, γιατί το τελευταίο διάστημα το θέμα επανέρχεται και μάλιστα με στόχο να δημιουργηθούν εσωκομματικές τριβές και διαφωνίες στην κυβερνώσα παράταξη; Μα διότι δεν μπορούν να βρουν στην παρούσα φάση άλλο τρόπο για να υπονομεύσουν τη σταθερότητα και την ασφάλεια – και σε αυτές τις συνθήκες έχουν συμβάλλει και τα «ήρεμα νερά» με την Τουρκία. Και, κυρίως, διότι το θέμα αυτό ρίχνει νερό στον μύλο των κομμάτων της ακροδεξιάς που κάποιοι θεωρούν ότι ενδυναμώνοντάς τα, φθείρουν την κυβέρνηση και τη Νέα Δημοκρατία.
«Η Ελλάδα σήμερα είναι ισχυρή και γεωπολιτικά και αμυντικά και οικονομικά. Και έχουμε μία υποχρέωση, με αυτοπεποίθηση να συνομιλούμε με τους γείτονές μας», δήλωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στον ΣΚΑΪ το περασμένο Σάββατο. Και αυτό ακριβώς είναι η ουσία. Οτι υπάρχει αυτοπεποίθηση. Οτι η κυβέρνηση έχει θωρακίσει τη χώρα και διαθέτει την απαραίτητη αποτρεπτική ισχύ για να μπορεί να συνομιλεί επί ίσοις όροις. Και να θέτει τις κόκκινες γραμμές της.
Ο πρωθυπουργός αμέσως μετά έθεσε και το ερώτημα «ποια είναι η εναλλακτική, προτιμούμε ήρεμα νερά ή ταραγμένα νερά;» με την απάντηση φυσικά να είναι κάθετη. Τα ήρεμα νερά συμβάλλουν στη διατήρηση εκείνων των ικανών και αναγκαίων συνθηκών ώστε η χώρα να μπορεί να μεριμνά για την ανάταξή της.
Αυτό που πρέπει να γίνει σαφές προς όλες τις πλευρές, όλους όσοι εμφανίζονται να… ανησυχούν για τις εξελίξεις είναι πως η κυβέρνηση και ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχουν θέσει τις κόκκινες γραμμές. Οπότε, όπως είπε και ο πρωθυπουργός «Κι αν συμφωνήσουμε τελικά ότι διαφωνούμε και δεν μπορούμε να προχωρήσουμε, αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να είμαστε στα πρόθυρα του πολέμου με την Τουρκία».
Και όμως τα «ήρεμα νερά» φαίνεται πως αποτελούν υλικό προς αξιοποίηση από τα «ταραγμένα μυαλά». Από πρόσωπα που επιδιώκουν να χτίσουν την πολιτική τους καριέρα πατώντας πάνω σε μια εθνικιστική έξαρση που όμως δεν εδράζεται σε οποιαδήποτε σοβαρή βάση.
Τα επιχειρήματα είναι σαθρά. «Ακουσα», «έμαθα», «μου είπαν» είναι οι συνήθεις αναφορές που γίνονται, διανθισμένες με διάφορες θεωρίες συνωμοσίας που αφορούν το Αιγαίο. Θεωρίες που μέσω του Διαδικτύου ανακυκλώνονται προκειμένου να διεγείρουν ακραίους θιασώτες της ανακατάληψης της… Πόλης.
Ερχονται, μάλιστα, να προστεθούν στο θέμα του μεταναστευτικού, το οποίο, αξίζει να σημειωθεί, αξιοποιείται από το σύνολο των ακροδεξιών κομμάτων της Ευρώπης, συνεπικουρούμενων και από χώρες όπως η Ρωσία. Χώρες που επιδιώκουν ν’ ανάψει στην Ευρώπη ένα φιτίλι αντίδρασης με στόχο τη φιλελεύθερη Δημοκρατία.
Τα «ταραγμένα μυαλά» επενδύουν σε συγκρουσιακές λογικές. Μέχρι και για πόλεμο με την Τουρκία μιλούν οι τσάμπα πατριώτες που επικρίνουν μια κυβέρνηση, η οποία, αν μη τι άλλο, πρόταξε τη φύλαξη των συνόρων απέναντι σε μια υβριδική απειλή όπως αυτή στον Εβρο το 2020.
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»