Τον Μάιο του 2022 ο Κυριάκος Μητσοτάκης απευθύνει μια ιστορική ομιλία στο αμερικανικό Κογκρέσο, προσκεκλημένος και των δύο κομμάτων που εκπροσωπούνται σε αυτό. Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί χειροκροτούν όρθιοι και επί μακρόν τον Ελληνα πρωθυπουργό που, ουσιαστικά, με την παρουσία του και την παρέμβασή του, καθορίζει τη δυναμική επιστροφή της Ελλάδας στο παγκόσμιο γίγνεσθαι ως ηγέτιδας δύναμης τόσο στα Βαλκάνια όσο και στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο.
Με δεδομένη την αναβάθμισή της σε διεθνές επίπεδο, η Ελλάδα καθορίζει τις διμερείς σχέσεις της χωρίς να ετεροπροσδιορίζεται –όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο Ελληνας πρωθυπουργός– με όλους τους διεθνείς παράγοντες. Αυτό συμβαίνει και με τις ΗΠΑ. Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, που αναλαμβάνει επισήμως τα καθήκοντά του στις 20 Ιανουαρίου, δύσκολα θα αλλάξει το συγκεκριμένο status. Πολύ περισσότερο τη στιγμή κατά την οποία η ελληνική κυβέρνηση και ο Κυριάκος Μητσοτάκης διατηρούσαν και διατηρούν επαφές και με τα δύο κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία.
Ο πρωθυπουργός, μιλώντας στην παρουσίαση του σχεδίου του υπουργείου Εξωτερικών για τους Ελληνες του εξωτερικού, εξέφρασε τη βεβαιότητα πως «οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις θα είναι σταθερά ισχυρές και παραγωγικές», σημειώνοντας ότι «ο χαρακτήρας τους, άλλωστε, όπως έχω πει πολλές φορές, είναι στρατηγικός και το πρόσημό τους είναι εθνικό και όχι παραταξιακό. Προσδοκώ, συνεπώς, σε μία ακόμα πιο στενή συνεργασία μεταξύ και των δύο κυβερνήσεων, αλλά και των δύο λαών».
Στο πλαίσιο αυτό αναφέρθηκε στη συνεργασία της Αθήνας και της Ουάσιγκτον κατά την πρώτη προεδρική θητεία του Ντόναλντ Τραμπ τονίζοντας πως «υπήρξε άψογη», θυμίζοντας πως στο Κογκρέσο είχε προσκληθεί και από το Δημοκρατικό και από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, για να καταλήξει υπογραμμίζοντας ότι «η στάση της Ελλάδας, τόσο ως μέλους του ΝΑΤΟ όσο και ως εταίρου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, είναι πάντα μια στάση αρχών, και οι αρχές αυτές δεν ετεροπροσδιορίζονται. Αναγνωρίζουν, ωστόσο, πάντα ότι οι εξελίξεις πέραν του Ατλαντικού επηρεάζουν και το σύνολο των διεθνών συσχετισμών».
Η αλήθεια είναι ότι η ελληνική πλευρά είχε λάβει σοβαρά υπόψη το ενδεχόμενο της εκλογής Τραμπ. Η ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών είχε εγκαίρως ενημερώσει για τις εξελίξεις και τα περιθώρια νίκης του. Δεν είναι τυχαίο ίσως ότι μόλις την προηγούμενη εβδομάδα ο Κυριάκος Μητσοτάκης συναντούσε στην Αθήνα τον Μάικ Πομπέο, πρόσωπο που βρίσκεται πολύ κοντά στον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ και που αναμένεται να αναλάβει ισχυρό ρόλο στη νέα του κυβέρνηση.
Επίσης η ελληνική πλευρά διατηρούσε ανοιχτούς διαύλους με γερουσιαστές των Ρεπουμπλικανών που –σημειωτέον– στήριξαν τις ελληνικές θέσεις κατ’ επανάληψη και σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με την Τουρκία. Αλλωστε ακόμη και το θέμα των F-35 ή των κυρώσεων στο παρελθόν κατά της Τουρκίας δεν το είχαν χειριστεί μόνο οι γερουσιαστές των Δημοκρατικών.
Αξιοσημείωτη και η πρόσφατη συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με Ρεπουμπλικάνους γερουσιαστές στα Χανιά, παρουσία του υπουργού Εθνικής Αμυνας, Νίκου Δένδια.
Με απλά λόγια η ελληνική κυβέρνηση αντιμετωπίζει τις πέραν του Ατλαντικού εξελίξεις με τη δέουσα σοβαρότητα, χωρίς όμως ν’ ανησυχεί, αφού πλέον διαθέτει ένα ισχυρό γεωστρατηγικό και πολιτικό εκτόπισμα στην ευρύτερη περιοχή. Αυτό ισχύει και για τα ελληνοτουρκικά, παρά την προσπάθεια της Τουρκίας να δείξει… ικανοποιημένη από την εκλογή του «φίλου Τραμπ», όπως τον αποκάλεσε ο Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος θα πρέπει να λύσει αρκετά ζητήματα ειδικά ως προς τη στάση που έχει τηρήσει απέναντι στον πρωθυπουργό του Ισραήλ, τον οποίο φανατικά υποστηρίζει ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ.
Οπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, η Ελλάδα λειτουργεί και ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης που εμφανίζεται ανήσυχη από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ και τα όσα έχει υποστηρίξει κατά διαστήματα σχετικά με την επιβολή δασμών στις εξαγωγές της και σε σειρά άλλων θεμάτων όπως οι σχέσεις, κυρίως οικονομικές, των χωρών-μελών με το ΝΑΤΟ.
Ο Ελληνας πρωθυπουργός επί σειρά ετών θέτει το θέμα της γεωπολιτικής ωρίμανσης της Ευρώπης και την επένδυση στη στρατηγική της αυτονομία. Θέμα που θέτουν πλέον και άλλοι ηγέτες.
Στην Ευρώπη οι εκτιμήσεις διαφέρουν, θεωρούν πως η οικονομία ισχυρών χωρών θα κλονιστεί ενδεχομένως από αποφάσεις που θα ληφθούν, ενώ ερώτημα παραμένει και η στάση που θα τηρήσει στο Ουκρανικό, θέμα που αφορά άμεσα της ευρωπαϊκές χώρες αφού πρόκειται για έναν πόλεμο που διεξάγεται στο… έδαφός τους.
Οι μουδιασμένες αντιδράσεις από Γερμανία και Γαλλία είναι χαρακτηριστικές. Οπως και οι διθυραμβικές από χώρες όπως η Ουγγαρία και κόμματα που κινούνται στα όρια της ακροδεξιάς και εκτιμούν ότι η εκλογή Τραμπ θα αλλάξει την ατζέντα προς όφελός τους. Ωστόσο είναι πολύ νωρίς για να γίνουν αναλύσεις και εκτιμήσεις που θα έχουν σοβαρό αντίκρισμα. Η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ δεν είναι απλό θέμα, δεν εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τα «θέλω» ενός προέδρου. Δεν παύει φυσικά να έχει κεντρικό ρόλο, ο οποίος θα φανεί στους επόμενους μήνες.
Το πρόβλημα στην Ευρώπη σε σχέση με την πρώτη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ είναι ότι οι αποκαλούμενες ισχυρές δυνάμεις της βρίσκονται σε φάση αποδρομής. Τόσο η Γερμανία, που εξετάζει ακόμη και το ενδεχόμενο να προσφύγει πρόωρα σε κάλπες αντιμετωπίζοντας οικονομικά και όχι μόνο προβλήματα, όσο και η Γαλλία, ο πρόεδρος της οποίας είναι αποδυναμωμένος από τις ευρωεκλογές και μετά.
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»